13 Φεβ 2014

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ (λεξεις απο Λ)

Λεγένι, Λαγήνι Λαΐνι
1. Γενικά, η λεκάνη
2. Η λεκάνη του νιπτήρα.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Τουμπελέκι, τουμπελέκι" (1931)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

"...τούμπα-τούμπα το λεγένι..."
[τουρκ. legen< περσ. lagan=μπρούτζινη ή χάλκινη λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών.]



Λελέκι
1. Ο πελαργός. 
2. Και, μτφ., πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος (ονομασία που οφείλεται στην ομοιότητα με το πτηνό).

Ακούγεται στο τραγούδι: "Τουμπελέκι, τουμπελέκι" (1931)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

"...τουμπελέκι-τουμπελέκι, βρε,
που μας κάνεις το λελέκι..."
[τουρκ. leylek ].



Λεμές
1. Άνθρωπος κατώτερης στάθμης, κάθαρμα, παλιάνθρωπος.
2. Ονομάζεται έτσι και ένας τύπος ώριμης σταφίδας.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Μες στου Συγγρού τη φυλακή" (1932)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Αντ. Διαμαντίδης (Νταλγκάς).

"... θα τον τσακίσω το λεμέ
και σένανε σουρουκλεμέ.
θε να σας κάνω τσιμπητούς
και θα σας πάνε σηκωτούς..."

[από το τουρκ. elleme (κατά πάσα πιθανότητα) = μεγάλο αντικείμενο που δεν περνάει από το κόσκινο].



Λεμονάδικα
Η ακτή Τζελέπη, (πλατεία Καραϊσκάκη) .
Οφείλει την ονομασία αυτή ("Λεμονάδικα") στο ότι, στο συγκεκριμένο σημείο, έφταναν και άραζαν καΐκια και ιστιοφόρα εμπορικά, γεμάτα φρούτα, κυρίως όμως λεμόνια, από τα νησιά, και πιο πολύ από τον Πόρο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Οι Λαχανάδες" (1934)
στ., μουσ.: Παπάζογλου
ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

"...κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
που κάναν την κυρία..."



Λιμά
1. Τα χαμηλής αξίας χαρτιά στην τράπουλα. 
2. Τα λόγια χωρίς σημασία, λόγια χωρίς πειστικά επιχειρήματα, το παραπειστικό κουβεντολόι.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1935)
Στ., μουσ. , ερμ.: Κ. Σκαρβέλης

"...με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ, στην πασιέντα
κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα..."



Λιμάρω τα ζάρια
Παλιά χρησιμοποιούσαν μεταλλικά ζάρια. Όταν τα λιμάρανε από ορισμένες πλευρές, μετατόπιζαν το κέντρο βάρους τους κι έφερναν τις ζαριές που ήθελαν.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Μανώλης χασικλής" (1929)
Στ., μουσ. Γ. Δραγάτσης
Ερμηνεία: Κ. Νούρος

"...Έλα, βρε Μανωλάκη, να τα λιμάρουμε
να στρώσουμε κουβέρτα να τους τα πάρουμε..."



Λιμοκοντόρος
Ο νέος που - παρά τη φτώχεια ή την πείνα του - ντύνεται και στολίζεται επιδεικτικά και γενικότερα με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους άλλους. 
[από το λιμός (πείνα) + κόντης < κόντες].



Λόντος Τζιμ
Ψευδώνυμο του Έλληνα παλαιστή και παγκόσμιου πρωταθλητή πάλης Χρήστου Θεοφίλου (Κουτσοπόδι Άργους 1896 - Η.Π.Α. 1975). Μετανάστης στην Αμερική στα 13 του, ασχολήθηκε με την πάλη και πήρε το προσωνύμιο "Τζιμ Λόντος" από αθλητικογράφο μετά από μια νίκη του στην αρένα "London" του Πόρτλαντ. Το 1930 αναδείχτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής, νικώντας το Ρίτσαρντ Σίκατ και διατήρησε τον τίτλο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 1929 νίκησε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Πολωνοαμερικανό Καρλ Ζμπισκ, το Ρωσοπολωνό Κβαριάνι (όπως είναι η σωστή εκφορά του ονόματος και όχι "Κοριάνι" όπως λέγεται στο αντίστοιχο τραγούδι) το 1933, μπροστά σε 80.000 θεατές και το Ράικ, το 1956.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Λόντος και Κοριάνι" 1934.
Στ., μουσ. και ερμην. : Μ. Βαμβακάρης.

"...παρ’ την αιμοβορία σου
και τράβα στην πατρίδα σου,
αγαπητέ Κοριάνι, 
που σ’ έστειλε ο Λόντος μας
σε μακρινό σιργιάνι..."



Λουλάς
Tο μέρος του ναργιλέ όπου τοποθετούνται:
1. ο καπνός και τα κάρβουνα των καπνιστών
2. το χασίσι ή το όπιο και τα κάρβουνα των ναρκομανών.
("άρτζι μπούρτζι και λουλάς" = χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην). [τουρκ. lul(e)].

Από το τραγούδι:
"Αργιλέ μου γιατί σβήνεις" (1935)
στ. - μουσ.: Στ. Χρυσίνης
ερμηνεία: Γ. Μητάκη

"...αχ, περήφανε λουλά μου,
γιάτρεψέ μου την καρδιά μου..."



Λούμπα, "πέφτω σε λούμπα"
1. Πέφτω σε (στημένη) παγίδα. 
2. Πέφτω θύμα απροσεξίας, συμπαιγνίας. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Στην Αμφιάλη" (1983)
Στ.: Ν. Γκάτσος
Μουσ.: Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Μπίνης, Τσίγγος, Ματζόπουλος, Μαραγκόπουλος

"...Πούλαγε ζεστή τουλούμπα
κι έτσι έπεσε στη λούμπα..."
[αλβ. luba = λάκκος].



Λωλός
Αυτός που διανοητικά δε στέκει καλά, τρελός, παλαβός αλλά και ανόητος, απερίσκεπτος. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Φέρτε πρέζα να πρεζάρω" (1934)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

"μ' έχει λωλό το Ερηνάκι
με το μουσμουλί γοβάκι..."
[λωλός < αρχ. oλωλώς ( όλλυμαι)].


ΠΗΓΗhttp://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=22575



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχετικα θεματα

Σχετικα θεματα