13 Φεβ 2014

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ (λεξεις απο Μ)

Μαγκιόρος
Μερακλής, εξαιρετικός, ξεχωριστός. Η αρχική σημασία του «μαγκιόρος» είναι «μεγάλος, δυνατός».

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Κάντονε, Σταύρο, κάντονε" (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"τράβα, ρε Γιάννη, αραμπατζή
που΄σαι μαγκιόρος τεκετζής..."
[ιταλ. Maggiore < major].



Μανιτάρι, Μανίτα
Eίναι ένα κόλπο που κάναν οι πορτοφολάδες για να κλέβουν τα πορτοφόλια σε χώρους με πολύ
κόσμο. Μόλις μπάνιζαν κανέναν αφελή, συνήθως έξω από σιδηροδρομικούς σταθμούς και λιμάνια (για να πετυχαίνουν καναν άμαθο χωριάτη), έριχναν με τρόπο μπροστά του ένα άδειο πορτοφόλι. Μόλις το έβλεπε το θύμα, το έπαιρνε με χαρά στα χέρια του και το άνοιγε για να δει τι έχει μέσα. Φυσικά δεν είχε τίποτα. Τότε του την έπεφτε ο μάγκας με φωνές "φέρτο δω ρε το πορτοφόλι μου" κ.λ.π., ενώ δυο-τρεις σιγοντάριζαν ως "αυτόπτες μάρτυρες". Μόλις ο μάγκας έπαιρνε το πορτοφόλι, φώναζε "πού είναι τα δυο κατοστάρικα που είχα μέσα", "δώσε πίσω τα λεφτά μου μη φωνάξω την Αστυνομία" και άλλα τέτοια. Το θύμα, φοβισμένο από το γεγονός ότι βρισκόταν με ένα ξένο πρτοφόλι στα χέρια μπροστά σε μάρτυρες, για να γλιτώσει από πιθανά τραβήγματα έδινε τα λεφτά και την κοπάναγε τρέχοντας. Ο μόνος τρόπος να γλιτώσει το θύμα ήταν να επιμείνει πως δεν το έκλεψε και να ζητήσει κι αυτός της Αστυνομία. Τότε οι μάγκες τον παράταγαν κι έφευγαν, γιατί οι μπάτσοι ήξεραν καλά το κόλπο και τους αναγνώριζαν. Βέβαια υπήρχε και το ρίσκο για το θύμα που επέλεγε να αποδείξει στην Αστυνομία ότι δεν ήταν κλέφτης, να υπάρχει εκεί κοντά μπάτσος "μιλημένος", οπότε τότε την έβαφε σκούρα, γιατί θα έπρεπε να πληρώσει δυο φορές. Μία για το πορτοφόλι και μία για να λαδώσει τον μπάτσο! Η ονομασία δεν έχει σχέση με το "μάδημα" (τότε το κόλπο θα λεγόταν π.χ. "μαργαρίτα"), γιατί το μανιτάρι δε μαδιέται. Μάλλον, επειδή το πορτοφόλι ξεφύτρωνε ξαφνικά μπροστά στο θύμα σαν μανιτάρι, το κόλπο πήρε αυτή την ονομασία. Στην πορεία καθιερώθηκε να σημαίνει την οργανωμένη κομπίνα δύο ή περισσότερων σε βάρος ενός. Στα χαρτιά, μανίτα σημαίνει ότι στο τραπέζι υπάρχει ομάδα παικτών συνεννοημένων σε βάρος κάποιου (με παίξανε μανίτα).

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο Αμερικάνος" (1935)
Στ., μουσ.: Ιακ. Μοντανάρης
Ερμηνεία: Στ. Βογιατζή

"...ρίξανε το μανιτάρι
μια βραδιά με το φεγγάρι,
πιάσαν ' ναν Αμερικάνο
στη μανίτα σαν το χάνο..."



Μαργιόλος, Μαριόλος, Μαριόλα, Μαργιόλα
Πονηρός, απατεώνας, καταφερτζής, παιχνιδιάρης. Μαρ(γ)ιολιά: πονηριά, τέχνασμα. 
Aρχικά σήμαινε «μαγεία» και μαργιόλα «μάγισσα». Συχνά βλέπουμε αυτή τη σημασία της λέξης σε στίχους ρεμπέτικων (και άλλων). 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Με τις μυρωδιές / μαργιολιές σου" (1937)
Στ., μουσ.: Βαμβακάρης
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης, Παγιουμτζής

"...Με τις μυρωδιές σου, με τις μαριολιές σου,
μ' έκανες και λιώνω κι έχω για σένα πόνο..."
[βενετ. mariol].



Μαρμάγκα
1. «Με τρώει - θα με φάει η μαρμάγκα» σημαίνει: «θα πάθω κακό, συμφορά»,»θα καταστραφώ», χρησιμοποιείται η φράση ως απειλή.
2. Είδος δηλητηριώδους αράχνης.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Η Κούλα" (1929)
Στ. - μουσ. : Κ. Μισαηλίδης
Ερμην.: Νταλγκάς 

"...Τι ' θελα και σε γνώρισα και μ' εφαγ' η μαρμάγκα
θα με σκοτώσεις άδικα σαν το σωφέρ τον Τσάγκα..."
[αλβ. Merimangλ (ή, ίσως, μαρμαγκάνα < μερμηγκάνα -όπως δαγκάνα- < μέρμηγκας)]



Μάπα
1. Γενικά, το πρόσωπο. Επίσης:
2. Ανόητος, βλάκας.
3. Πράγμα για πέταμα, λόγω κακής ποιότητας.
4. Σφαλιάρα, καρπαζιά. Γενικά, ξύλο.

"...οι μάπες κάνουν τον νταή
και τσαντίζομαι..."

"...Την τρίτη και την τέταρτη 
κυρά μου βράσε ρύζι
πάλι τις μάπες σου θα φας 
κι ο κόσμος ας με βρίζει ..."
[από το μεσαιων. μάππα < λατιν. mappa=μαντήλι, πετσέτα]


Μάπας
Ο αργιλές.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Στον τεκέ του Περδικάκη" (1935)
Στ. - μουσ. : Κ. Τζόβενος
Ερμηνεία: Αμπατζή

"...πέντε κάθονται τριγύρω
και το μάπα φέρνουν γύρω..."



Μασάτι
1. Το στρoγγυλό ατσάλινο ακονιστήρι των χασάπηδων. 
2. Μακρύ σκληρό σίδερο για να ακονίζουν τις κόρδες οι βυρσοδέψες.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο χασάπης" (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Μ. Βαμβακάρης.

"...αστράφτουν τα μαχαίρια σου
λάμπει και το μασάτι..."

[από την τούρκικη λέξη masat].




Μαστούρα, Μαστουρώνω
Oργανική και ψυχολογική κατάσταση ανθρώπου που βρίσκεται υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών. 
[τουρκ. Mastor].



Μαστραπάς
Mικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού.
[τουρκ. masrapa].


Ματσαράγκα
Απάτη, κατεργαριά, λοβιτούρα. 

Ματσαράγκας: ο απατεώνας. 

Από το τραγούδι:
"Η Κούλα" (1932)
Στ., μουσ.: Καρίπης
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

"...για να εκτιμάς τους μάγκες
να μην κάνεις ματσαράγκες..."
[ιταλ. Mazzeranga].



Μαυραγορίτης
Aυτός που πουλά, διοχετεύει αγαθά στη μαύρη αγορά. Ειδικά στην Κατοχή, οι μαυραγορίτες εκμεταλλεύονταν την ανάγκη του πληθυσμού για τρόφιμα πουλώντας σε υπέρογκες τιμές και θησαυρίζοντας απ' αυτή τους την απασχόληση.


Μαύρο
Tο κατεργασμένο χασίσι, που ονομάζεται με διάφορα ψευδώνυμα (ψημένο, σοκολάτα, λιβάνι κ.ά.).

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Παράπονο του ντερβίση" (1935)
Στ. - μουσ - ερμ. Στελ. Περπινιάδης

"...η πρέζα τρώει λεβεντιές
το μαύρο σε χτικιάζει..."



Μαύρος
1. Χωροφύλακας (ίσως από το σκούρο, σχεδόν μαύρο, χρώμα της στολής τους). 
2. Επίσης, «μαύρος», γενικά, σημαίνει «φουκαράς», «δυστυχισμένος».

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Χτες το βράδυ στο σκοτάδι" (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"...Χτες το βράδυ στο σκοτάδι
με στριμώξανε δυο μαύροι..."




Μαχαραγιάς
Kυριολεκτικά, τίτλος Iνδών πριγκίπων ή ηγεμόνων. Κατ' επέκταση, άνθρωπος που ζει μέσα στην πολυτέλεια και τις ανέσεις. 
[γαλλ. maharaja < σανσκρ. maha "μεγάλος" raja "βασιλιάς"].



Μαχμουρλής, Μαχμούρης
Αυτός που είναι νωθρός ή γενικά βαρύθυμος, συνήθως ύστερα από πολλές ώρες ύπνου. 

Ακούγεται στο τραγούδι: "Γύρνα μόνος μες τη νύχτα"(1946)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Τσαουσάκης

"...Κι όταν την αυγή μαχμούρης απ΄τα πέριξ θα γυρνάς
γιοματάρι μαύρο και μαρκό
θα σου φέρει ζάλη στο μυαλό..."
[τουρκ. Mahmur = νυσταγμένος].



Μέγκλα
Φράση που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι κομψό, φίνο και πολυτελές, ένα προϊόν άριστης ποιότητας.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Είσαι μέγκλα και μεράκι" 
στ. - μουσ. Δ. Μπαρούσης
ερμην.: Ρούκουνας

"...είσαι μέγκλα και μεράκι..."




Μεμέτης
Ο Μουσουλμάνος, ο Μωαμεθανός, κατά τους Έλληνες (ίσως σύντμηση του «Μωάμεθ»).

Από το τραγούδι:
"Το παπόρι απ' την Περσία" (1977)
Στ. - μουσ.: Τσιτσάνης
Εκτέλεση: Τσιτσάνης, Λ. Νικολάου

"...δυο μεμέτια τα καημένα
μες στο κόλπο ήταν μπλεγμένα..."



Μεντρεσές
Mουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο.
Στην Αθήνα ο Μεντρεσές κτίστηκε το 1721 και λειτούργησε ως χώρος διδασκαλίας και έρευνας (και θρησκευτικής) για τους Τούρκους και τον καιρό του Όθωνα μετατράπηκε σε φυλακή, μισητή ιδιαίτερα λόγω της άδικης κράτησης και κακομεταχείρισης των τροφίμων της.
Κατεδαφίστηκε σχεδόν ολόκληρο το κτίσμα το 1898.

Αναφέρεται στο τραγούδι: "Ένας μάγκας στο Βοτανικό" (1933)
Στ., μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Κασιμάτης

"...μπαφιάζει πάντα βερεσέ
γιατί πήρε σύνταξη
από το Μεντρεσέ..."
[τουρκ. medrese ]



Μερακλής
1. Πρόσωπο που του αρέσουν τα ωραία και καλοφτιαγμένα με μεράκι πράγματα 
2. Αυτός που έχει καλαισθησία, ο λάτρης, ο μανιώδης. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Φέρτε πρέζα να πρεζάρω" (1933)
Στ. - μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

"...ο μερακλής ο άνθρωπος πονεί μα δεν το λέγει
κι αν τραγουδά, ψεύτη ντουνιά, μέσα η καρδιά του κλαίει..."
[τουρκ. Merak = περιέργεια, ανησυχία].




Μετζαρόλια
Φιαλίδιο με άμμο για τον κανονισμό των ωρών των δυτών, είδος κλεψύδρας. 

Από παραδοσιακό τραγούδι
Ερμηνεύει ο Περδικόπουλος

"...μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια
γιατί βουτώ στη θάλασσα σαράντα πέντε χρόνια..."
[βεν. mezzaruola].



Μετζίτι
Παλιό τουρκικό χρυσό νόμισμα, που ισοδυναμεί με την τουρκική λίρα. Αργότερα έγινε αργυρό, ίσο με το πέμπτο της τουρκικής λίρας και πήρε το όνομά του από το σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ.
[τουρκ. mecidiye ή mecit].



Μετρέσα
Γυναίκα που συζεί με τον εραστή της ή συντηρείται από αυτόν. [γαλλ. maitress(e)].



Μηχανή, Ξέρω μηχανή
Ξέρω τον τρόπο, την κατάλληλη τακτική, είμαι ικανός και πονηρός. Μηχανή: κόλπο, πονηριά, μεθόδευση.

Από το τραγούδι:
"Πρέπει να ξέρεις μηχανή (1934)
στ. - μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"...πρέπει να ξέρεις μηχανή
να κόψεις μαύρα μάτια..."



Μισιρλού, Μουσουρλού
H Αιγυπτιώτισσα.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Μισιρλού" (1950)
Στ., μουσ. : Ρουμπάνης
Ερμην.: Δ. Στρατηγοπούλου.

"...Μισιρλού μου, η γλυκιά σου η ματιά..."
[< αραβ. Misri= Αίγυπτος].



Μοβόρος [< αιμοβόρος] 
Πολύ σκληρός, απάνθρωπος, τύραννος.



Μόκο
Σιωπή, "κάνε μόκο": μη μιλάς, μη φέρνεις αντίρρηση.
[ιταλ. moco = τίποτε].



Μοράβας
Βουνό που απέχει 15 χιλιόμετρα από τα Αλβανικά σύνορα.
Η κατάκτησή του από τον ελληνικό στρατό το 1940 σήμανε και την κατάκτηση της Κορυτσάς και την υποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Το Μοράβα, το Πόγραδετς" (1947)
Στ., μουσ.: Κασιμάτης
Ερμην.: Μηττάκη.



Μόρτης, Μόρτισσα
Μάγκας, αλάνι, άνθρωπος με συμπεριφορά πέραν της κοινωνικής συμβατικότητας.
Κατ' επέκταση, η λέξη πήρε τη σημασία αυτού που αψηφά το θάνατο, που ζει μια ιδιαίτερη ζωή, πέρα από τις κοινωνικές συμβατικότητες. 
Η λέξη χρησιμοποιείται με θετική σημασία στο λαϊκό μας τραγούδι.

Από το τραγούδι: "Φτώχεια μαζί με την τιμή"(1933)
Στ., μουσ: Π. Τούντας
Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

"...βρε εγώ είμαι η μόρτισσα η Κική, 
που ήμουν δυο μήνες φυλακή..."

[ίσως προέρχεται από το ιταλ. Morti: "νεκροθάφτης". Από το 14ο και 15ο αιώνα μάστιζαν την Ευρώπη μεγάλες επιδημίες και ο θάνατος θέριζε.
Όμως από το φόβο εξάπλωσης της επιδημίας, δεν πλησίαζε κανείς τους νεκρούς, έμεναν άταφοι, δημιουργώντας - ειδικά στα μεγάλα αστικά κέντρα - ένα τεράστιο πρόβλημα, το οποίο η πολιτεία αντιμετώπισε με άνεργους περιπλανώμενους, στους οποίους ανάθεσε έναντι αδράς αμοιβής το έργο της ταφής. Έτσι προέκυψε ένα νέο «επάγγελμα», οι μόρτηδες, (νεκροθάφτες, κατά λέξη), οι απόλοιμοι, όπως λέγονταν, επειδή είχαν αποκτήσει ανοσία, άρα είχαν επιβιώσει επιδημιών. 
Αυτοί αναλάμβαναν το μακάβριο έργο της ταφής των νεκρών και μετά του καθαρισμού της πόλης].




Μουρμούρης
1. Ο σκληρός μάγκας. 
2. Στην κυριολεξία είναι αυτός που μιλά μέσα από τα δόντια του, εξ' ου και τα πρώτα τραγούδια των φυλακών, ονομάζονται αδέσποτα ή μουρμούρικα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο Συνάχης" (1934)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

"...Συναχωμένος μου΄ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου, από πέρα..."
[τουρκ. mirmir].



Μουρντάρης
Ο μπερμπάντης, αυτός που κάνει απάτες και ακολασίες.
[τουρκ. murdar = βρώμικος].




Μούσμουλα
Οι σφαίρες.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Η Υπόγα" (1910)
Ερμηνεία: Γ. Κατσαρός

" ένας μπάτσος με το κούφιο
ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο..."




Μουστερής
Ο αγοραστής ή πελάτης, γενικά αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι με σκοπό να το αποκτήσει.
[τουρκ. musteri].




Μπαγάσας
Κατεργάρης, επιτήδειος, πονηρός. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Τα παιδιά της γειτονιάς σου" (1929)
Παραδοσιακό
Ερμηνεία: Νταλγκάς

"...Τα παιδιά της γειτονιάς σου, τα μπαγάσικα
θα τα πιάσω, να τα δείρω, να ’ναι χάσικα..."
[ιταλ. Bagascia].



Μπαγαποντιά
Πονηριά, απάτη, κατεργαριά, πανουργία.

Ακούγεται στο τραγούδι: “Μας φέρθηκες μπαμπέσικα” (1941)
Στ.: Δημ. Σέμσης - μουσ.: Γ. Παπασιδέρης.
Ερμην.: Γ. Παπασιδέρης.

"...Δυo χρόνια μας βασάνισες
με την μπαγαποντιά σου..."
[<ιταλ. vagabondo = αυτός που περιπλανιέται, που δε δουλεύει, ο άχρηστος]



Μπαγιαντέρα (τα μαλλιά σου)
1. Είδος κουρέματος των αρχών του αιώνα, σε στυλ αντρικό, κοντοκουρεμένο, που προήλθε από μίμηση της ομώνυμης πρωταγωνίστριας της όπερας «Μπαγιαντέρα».
2."Μπαγιαντέρας" ήταν και το παρατσούκλι του Δ. Γκόγκου, λόγω της προτίμησής του στην όπερα αυτή. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Τα μαλλιά σου τα κομμένα" (1927)
Παραδοσιακό
Ερμηνεία: Παπαγκίκα

"...πάλι στα΄κοψε η μαμά σου
μπαγιαντέρα τα μαλλιά σου..."
[γαλλ. Bayadere < πορτογ. Bailadeira = χορεύτρια].



Μπαγιόκος
Το κομπόδεμα, τα πολλά λεφτά.

"Μπαγιοκλής" σημαίνει "παραλής".

Ακούγεται στο τραγούδι: "Το βέρτζινο μαγκάκι"
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Πλέσσας
Ερμην.: Γενίτσαρης

"...Η σέρτικη διπλοπενιά
του μόρτη νταλγκαδάκι, 
για το μπαγιόκο ρεμπελιά,
σνομπάρει τώρα τα παλιά
με μαύρο παπιονάκι...".
[ιταλ. baiocco=χάλκινο νόμισμα ευτελούς αξίας]



Μπαϊρακτάρης
Σημαιοφόρος.




Μπαϊράκι
Σημαία. 
[τουρκ. bayrak].



Μπαϊρακτάρης Δημήτρης
Διευθυντής Αστυνομίας.
Η δράση του αρχίζει το 1892, όταν η κυβέρνηση Τρικούπη αποφασίζει να δώσει ένα γερό πλήγμα στους κουτσαβάκηδες του Ψυρή και γενικά της Αθήνας. 
Ο Μπαϊρακτάρης, επικεφαλής μιας κουστωδίας επίλεκτων ευζώνων, εισέβαλε στις ταβέρνες και τα καφενεία, συνελάμβανε τους κουτσαβάκηδες και στη συνέχεια τους εξευτέλιζε. 
Τους συγκέντρωνε στο προαύλιο της αστυνομίας, δίπλα στην πλατεία Κλαυθμώνος, και με την απειλή του βούρδουλα τους ανάγκαζε να σπάσουν τα όπλα τους με σφυρί κι αμόνι.
Όλα τα σπασμένα (μαχαίρια, γιαταγάνια, κάμες, πιστόλια, ρεβόλβερ) πουλιούνταν στο δημοπρατήριο για παλιοσίδερα. Μετά από τα όπλα, εξευτελίζονταν οι άνθρωποι. 
Ένας αρχάριος κουρέας τους έκοβε το δεξί μανίκι του σακακιού (μια και αυτό "δεν το χρειάζονταν", αφού φορούσαν μόνο το αριστερό μανίκι, καθώς έριχναν επάνω τους ανάριχτο το σακάκι), το ζωνάρι και τη μύτη των παπουτσιών τους, τα μουστάκια, και τις αφέλειες. Μετά απ' αυτό, οι πιο ζόρικοι στέλνονταν στις φυλακές και σε περίπτωση υποτροπής, τιμωρούνταν με το βαρύ βούρδουλα του σκληρού Μπαϊρακτάρη. 
Το μαστίγωμα αυτό θεωρούνταν ο έσχατος εξευτελισμός...
Ένα σχετικό δίστιχο:
Μια ξυλιά με το καμτσίκι,
είν'' αιώνιο ρεζιλίκι
Αλλά και μετά το θάνατό του, οι κουτσαβάκηδες, ίσως λιγότεροι αριθμητικά και με ηπιότερη συμπεριφορά, εξακολούθησαν να υπάρχουν.






Μπακαράς
Είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τραπουλόχαρτα. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Με ζουρνάδες και νταούλια" (1934)
Στ,., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Αμπατζή

"πήρα δεκαοχτώ χιλιάδες από τον μπακαρά
να γλεντήσω με ζουρνάδες θέλω μια φορά..."
[γαλλ. baccara].



Μπακίρι
1. Ο χαλκός
2. Σκεύη, ιδίως μαγειρικά, κατασκευασμένα από χαλκό (συνήθ. πληθ.).
[τουρκ. bakιr].



Μπαλαμούτι
Ψέμα, απάτη. 
[παλιό σλαβ. Balamut, ρωσσικ. Balamut].



Μπαμπέσης, μπαμπέσα, μπαμπέσικος
Πονηρός, ύπουλος. 

Από το τραγούδι:
"Φτώχεια μαζί με την τιμή" (1932)
Στ. - μουσ. : Τούντας
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

"...ξέρω και ρίχνω μπιστολιές
σ΄όποιον μου κάνει μπαμπεσιές..."
[ από το αλβ. pabese ( εξ ου και το ιταλ. Babbuasso)].



Μπανίζω
Κοιτάζω με προσοχή και με σημασία, παρατηρώ, προσέχω ιδιαίτερα. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1936)
Στ., μουσ.: Σκαρβέλης
Ερμηνεία: Αμπατζή

"...Μα το κορόιδο μπάνισε, 
τον τύλιξα στα ζάρια, 
εκεί του τα καθάρισα, 
αμάν, όλα του τα δολλάρια..."
[από το μπάνιο. Η συνήθεια μερικών αντρών στο παρελθόν να παρακολουθούν τις γυναίκες που έκαναν μπάνιο με μαγιό, οδήγησε στη σημερινή σημασία.]



Μπαξίσι
Φιλοδώρημα που δίνει κάποιος για εξυπηρέτηση. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Στης Πόλης το Μεβλά - Χανέ"
Άγνωστου δημιουργού
Ερμηνεία: Εσκενάζυ

"...μαζί τους μπήκα στον τεκέ και φούμαρα χασίσι
κι ένα χρυσό πεντόλιρο τους άφησα μπαξίσι..."
[τουρκ. baksis].




Μπαρμπαριά
Η Αλγερία. 
Βέρβεροι ή Μπέρμπεροι οι κάτοικοί της, εξ' ου και το όνομά της.



Μπαρμπουτζής
Ο κουμαντάρων το παιχνίδι του μπαρμπουτιού. Μπαρμπούτι: τυχερό παιχνίδι που παίζεται με ζάρια. 

"...δε θέλω να σε δω
γιατί είσαι μάγκας, χασικλής
και τζογαδόρος μπαρμπουτζής..."
[τουρκ. barbutι].



Μπασκίνας
Κλασικός υβριστικός χαρακτηρισμός για αστυνομικό. 
Λέξη που υπήρχε στα ιδιώματα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας αλλά έγινε γνωστή πιο πολύ στην αργκό των αστικών κέντρων, τα χρόνια του μεσοπολέμου.
Στο τραγούδι του Μάρκου, στο θηλυκό γένος μάλιστα, << τις μπασκίνες>> ...

Ακούγεται στο τραγούδι: "Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί" (1935)
Στ. - μουσ. - ερμην. : Βαμβακάρης

"...κι η Λίλιαν η Χάρβεϋ θα διώχνει τις μπασκίνες..."
[ < τουρκ. λέξη, baskιn = ξαφνική επιδρομή της αστυνομίας]



Μπατίρης
Αυτός που δεν έχει χρήματα, ο αδέκαρος. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Για σένα έγινα μπατίρης" (1950)
Στ., μουσ.: Κ. Καπλάνης
Ερμηνεία: Μητσάκης, Μπίνης, Κυριακόπουλος

"...στην αγάπη ήμουν πάντα νοικοκύρης
μα τα έχασα μια μέρα ο κακομοίρης
για τα σένανε έμεινα μπατίρης..."
[τούρκ: batirmak= βουλιάζω].



Μπατιρίζω
Πτωχεύω, ξεπέφτω.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Δέκα φορές μπατίρισα" (1967)
Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Λαύκας

"...δέκα φορές μπατίρισα
τη μια πάνω στην άλλη
και το κορόιδο, φίλε μου,
μυαλό δεν έχω βάλει..."
[τουρκ. batirmak = βουλιάζω].



Μπαφιάζω
1. Μπουχτίζω. Εξ' ου και, στην μάγκικη αργκό, η έννοια του «απολαμβάνω ικανοποιητική ποσότητα χασισιού». 
2. Αισθάνομαι άσχημα, δυσανασχετώ για ορισμένη κατάσταση ή ενέργεια που συνεχίζεται. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Δροσούλα" (1946)
Στ. - μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Παγιουμτζής

"...μπήκα μόνος μεσα στον τεκέ
να φουμάρω έναν αργιλέ
να φουμάρω, να μπαφιάσω
και τις πίκρες να ξεχάσω..."
[ιταλ. baf(a) = βαριά ατμόσφαιρα, δύσπνοια].



Μπαχτσέ Τσιφλίκι,Μπαχτσέ ή Μπαξέ Τσιφλίκ
Περιοχή κοντά στη Θεσσαλονίκη, όπου παραθέριζαν τα καλοκαίρια. Διέθετε πολλές παραθαλάσσιες ταβέρνες. 

Από το ομώνυμο τραγούδι: "Μπαχτσέ τσιφλίκι" (1946)
Στ.- μουσ. : Τσιτσάνης.
Ερμην: Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.
[τουρκ. bahce < περσικ. bagca = κήπος].




Μπεγλέρι
Κομπολόι. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Μανώλης χασικλής" (1929)
Στ., μουσ. Γ. Δραγάτσης
Ερμηνεία: Κ. Νούρος

"...αν είσαι φίνος μάγκας
πού ν' τα μπεγλέρια σου..."
[τουρκ. Begleri].




Μπεζαντάκος Μιχάλης
Τον Αύγουστο του 1931 σε μια σύγκρουση μεταξύ απεργών και αστυνομίας στη Δραπετσώνα , ο αστυφύλακας Γυφτόδημος τράβηξε το πιστόλι του σκοπεύοντας έναν εργάτη απεργό. Ο Μπεζαντάκος, μέλος του ΚΚΕ, μαζί με άλλους διαδηλωτές συνεπλάκη με τον αστυνομικό, ο οποίος τελικά σκοτώθηκε. Αν και αρκετοί είχαν εμπλακεί στο επεισόδιο, τελικά ο Μπεζαντάκος συνελήφθη, φυλακίστηκε και ενώ θα περνούσε από δίκη τον Απρίλη του 1932, όπου πιθανότατα θα του επιβαλλόταν η θανατική καταδίκη, δραπέτευσε από τη φυλακή στις 5 Μάρτη, γεγονός που έκανε αίσθηση.

Ακούγεται στο τραγούδι:"Ο Μπεζαντάκος"
Στ., μουσ., ερμην: Πάνος Τζαβέλλας.

"...Ο Μπεζαντάκος μας άφησε γεια..."



Μπεζεστένι
Ήταν η σκεπασμένη αγορά για προϊόντα αξίας. 
Αρχικά, μπεζεστένι ήταν η αγορά υφασμάτων. 
Ο όρος προέρχεται από την περσική λέξη «bez» που σημαίνει βαμβακερό ή λινό ύφασμα και «bezzaz» που είναι ο έμπορος υφασμάτων. Η λέξη απαντά και στα τουρκικά.
Επειδή όμως στο μπεζεστένι πωλούνταν εκτός από υφάσματα και άλλα πολύτιμα εισαγόμενα ή και ντόπια εμπορεύματα, όπως κοσμήματα και πολύτιμες πέτρες, μπεζεστένι ήταν και ο χώρος φύλαξης και αποθήκευσης πολύτιμων λίθων και ειδών από κεχριμπάρι ή άλλων σημαντικών εμπορευμάτων.



Μπέϊ, Μπέη
Ο Βισκαϊκός κόλπος [Biskaya Bay] στον Ατλαντικό ωκεανό που σχηματίζεται ανάμεσα στις γαλλικές ακτές της Βρετάνης και στις βόρειες ακτές της Ισπανίας. 

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Θερμαστής", 1934
Στ., μουσ., ερμην: Γ. Μπάτης.

"...Κάργα ρασκέτα ωχ! και λοστό 
τον Μπέη να περάσω 
και μες στου Κάρντιφ τα νερά 
εκεί να πα ν' αράξω..."



Μπεκιάρης
Ο εργένης, ο άγαμος άντρας.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο μπεκιάρης", 1949
Στ.: Κ. Κοφινιώτης
Μουσ.: Τζουανάκος
Ερμην:Τζουανάκος.
[τουρκ. bekar]



Μπελαλής
1. Αυτός που γίνεται αφορμή για φασαρίες, καυγάδες, αντεγκλήσεις.
2. Ο ζόρικος, ο δύστροπος. 

"...έμαθα πως είσαι μάγκας
είσαι και μπελαλής
έρχεσαι και στους τεκέδες..."
[τούρκ. Belali].



Μπελεντέρι, Μπιλεντέρι, μπιραντέρι, μπελαδέρι, μπελαντέρι
Αδελφός.
Πρόκειται για την τουρκική λέξη "birader".
[με αντικατάσταση του συμφώνου "ρο" από το "λάμδα",
φαινόμενο γνωστό όχι μόνο από την υιοθέτηση ξένων γλωσσικών δανείων, αλλά και από ανάλογα φαινόμενα παράλληλης χρήσης των συμφώνων αυτών και σε ελληνικές λέξεις, π.χ.: αδελφός, αλλά και αδερφός].

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Μπελεντέρια" (1934)
Στ. , μουσ.: Περιστέρης
Ερμηνεία: Ζ. Κασιμάτης

"...ίσα, ρε σεις, μπελεντέρια, 
το λουλά πιάστε στα χέρια..."
[τουρκ. birader = αδελφός]



Μπέμπελη
Η ιλαρά.
Βγάζω την μπέμπελη: ζεσταίνομαι υπερβολικά, σκάω από τη ζέστη. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Απόψε το κορίτσι θέλει θάλασσα" (1951)
Στ.: Σακελλάριου
Μουσ.: Γιαννακόπουλου
Ερμην.: Μπέλλου, Μπίνης, Τατασσόπουλος

"...απόψε που την έβγαλα την μπέμπελη
γουστάρω νύχτα δροσερή..."
[σλαβ. pepel = στάχτη].



Μπέμπης
Ο αργιλές.

Από το ανέκδοτο τραγούδι του Β. Παπάζογλου
"Ο μάγκας και η Μαριώ" (1933)

"...πάρε, Μαριώ, τον μπέμπη μας, 
πάρε και το μονοπάτι
κι έλα μια μέρα να με βρεις 
στου τάφου μου τα βάθη..."



Μπενίτο
Ο Μουσολίνι, πρωθυπουργός της Ιταλίας, ιδρυτής του φασισμού. 
Το 1919 ίδρυσε τον Ιταλικό Σύνδεσμο Μάχης, Fascio Italiano di Combattimento, (όπου το fascio προέρχεται από τις λατινικές fasces, δέσμες ράβδων με έναν πέλεκυ στη μέση, τις οποίες έφεραν ραβδούχοι προπορευόμενοι των αξιωματούχων της αρχαίας Ρώμης ως σύμβολα εξουσίας και δύναμης). Από αυτή τη λέξη προέρχεται ο όρος φασισμός. 
Το 1921 εξελέγη βουλευτής και ονόμασε τις ομάδες των φασιστών του Εθνικό Φασιστικό Κόμμα. Οι οπαδοί του, οι λεγόμενοι «μελανοχίτωνες», από τα μαύρα πουκάμισά τους, είχαν εξαπολύσει κύμα τρομοκρατίας σε ολόκληρη τη χώρα κατά των πολιτικών αντιπάλων τους. Το 1922 σχημάτισε κυβέρνηση και αμέσως έθεσε σε ενέργεια το μηχανισμό της πλήρους φασιστικοποίησης του πολιτικού καθεστώτος της χώρας. Στυγνός δικτάτορας πλέον, δεν άργησε να καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και να φιμώσει με βίαια μέσα κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Έγινε ο Ντούτσε, ο Ηγέτης. Το 1936 επιτέθηκε αναίτια εναντίον της Αιθιοπίας, συγκρότησε συμμαχία με τη χιτλερική Γερμανία, τον Άξονα, και έσπευσαν από κοινού να προσφέρουν άφθονη στρατιωτική βοήθεια στον επίσης φασίστα στρατηγό Φρανσίσκο Φράνκο που είχε στασιάσει κατά της δημοκρατικής κυβέρνησης της Ισπανίας προκαλώντας τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο (1936-39). 
Το 1940 κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Το όνειρο του Μπενίτο" (1940)
Στ., μουσ.: Σπ. Περιστέρης
Ερμην.: Βαμβακάρης, Χατζηχρήστος



Μπεξινάρι, Μπεχ Τσινάρ
Ονομαζόταν παλιότερα η περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου σήμερα βρίσκονται τα Σφαγεία, μέσα στο λιμάνι της πόλης. Κατά λέξη, «πλατανόκηπος». 
[τούρκ. Bes = πέντε, cinar = πλατάνι].

Μπερεκέτι
Αφθονία αγαθών, πλούτος. 
Επίσης, γονιμότητα και μεταφορικά ευλογία.
[τουρκ. λ. bereket = αφθονία, ευλογία]




Μπερμπάντης
Γλεντζές, άστατος, γυναικάς. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Κάντονε, Σταύρο, κάντονε" (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

¨...τζούρα δώσε του Μπάτη μας
του μόρτη του μπερμπάντη μας..."
[ιταλ. birbante = απατεώνας].



Μπέσα
Λόγος τιμής, εμπιστοσύνη. 

"...Σ΄αγάπαγα και έλεγα πως είχες λίγη μπέσα
μα συ μου την κοπάναγες γιατ΄ήσουνα μπαμπέσα..."
[αλβαν. Bese].



Μπεσαλής
Αυτός που κρατά το λόγο του, ο ντόμπρος, ο έμπιστος, ο τίμιος.



Μπέτης
Στήθος, στέρνο.
Κατ' επέκταση, καρδιά, ψυχή.

Ακούγεται σε αρκετά παραδοσιακά τραγούδια. 
Στην παρακάτω κρητική μαντινάδα π.χ. που ερμηνεύει ο Ψαραντώνης.

"...Έγιν' ο μπέτης σου γυαλί
και φάνηκε η καρδιά σου 
και δείχνει αγάπη ψεύτικη 
κρίμα την ομορφιά σου..."
[ ιταλ. petto= στήθος, καρδιά]



Μπιρ Αλλάχ
Ένας ο Αλλάχ.



Μπιτιρίνι
Το στήσιμο τυχερών παιχνιδιών, η μπαρμπουτιέρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Το μπαρμπούτι" (1933)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Ρούκουνας

"...χθες το βράδυ στο μπαρμπούτι 
άιντε μου τη σκάσαν μπαλαμούτι...
άιντε στ' Αργυρού το μπιτιρίνι..."
[ τουρκ.: bitirim yatagi: στέκι, καταγώγιο, χαμαιτυπείο
bitirimci: μπαρμπουτιέρης
bitirim: μάγκας, αλητάκι, τσακάλι, καταπληκτικός, περίφημος]



Μπλόκο
Αποκλεισμός ενός χώρου, έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτόν ή επικοινωνίας με αυτόν.
[ιταλ. blocco].



Μποέμης, Μποέμισσα
Αυτός που ζει ανέμελα, χωρίς να νοιάζετια για τις κοινωνικές συμβατικότητες. 

Από το τραγούδι:
[b ]"Αθηναίισσα (1946)[/b]
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Στ. Περπινιάδης

"στη ματιά σου κάτι έχεις,
καλέ μποέμισσα..."
[γαλλ. boheme].




Μπουγιουρντί
Επίσημο έγγραφο, διαταγή με δυσάρεστο συνήθως περιεχόμενο. Αρχική σημασία: έγγραφη διαταγή αξιωματούχου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
[b]"Μικρός αρραβωνιάστηκα" (1937)['/b]
Στ., μουσ, ερμηνεία: Βαμβακάρης

"...επήρα τη γυναίκα μου, παίρνω το μπουγιουρντί μου..."
[τουρκ. Buyrultu]



Μπουζουριάζω
Συλλαμβάνω και φυλακίζω.
Επίσης: τρώγω, καταβροχθίζω, εξαφανίζω, σκοτώνω, αρπάζω, καθηλώνω, σκοτώνω.

Από το τραγούδι:
"Ο Ισοβίτης" (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"...με τη ραδιουργία σου
μπουζούριασα το χύτη..."



Μπουκάρω
Μπαίνω ξαφνικά ή ορμητικά κάπου, συνήθως προκαλώντας κάποια ανωμαλία. 
[ιταλ. boccare < bocca = στόμα, είσοδος λιμανιού]



Μπουλασιλίκι
Θυμός, οργή.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο Συνάχης" (1934)
Στ - μουσ. - ερμην. : Βαμβακάρης
"...ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν, 
και πάψε το συνάχι..."
[bulaskan = καυγατζής, εριστικός]



Μπουλμπούλ
Αηδόνι.
Ακούγεται σε παραδοσιακά τραγούδια και αμανέδες.
Αποτέλεσε επίσης προσφώνηση του Αγάπιου Τομπούλη.
[τουρκική λέξη: Bόlbόl = αηδόνι].



Μπουρδούσενα
Η λέξη παραπέμπει σε γυναίκες των πορνείων και των χασισοότείων του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ου. 
Στην εφημερίδα "Ακρόπολις" 4/12/1889, υπάρχει η λαϊκή έκφραση "Ζω ως μπουρδούσης", ζω δηλαδή σαν άσωτος.
Σύμφωνα με τον Πετρόπουλο, η Μπουρδούσενα ζούσε το 1925 σε μια παράγκα στα Βούρλα. Μάλλον ο άντρας της είχε τεκέ εκεί.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Όπου δεις δυο κυπαρίσσια", 
τραγούδι το οποίο περιέχει 6 δίστιχα νοηματικά άσχετα μεταξύ τους και ηχογραφήθηκε το 1922 στις ΗΠΑ με τη Μ. Παπαγκίκα.

"...Μπουρδούσενα ψήσε καφέ
βάλε φωτιά στον αργιλέ..."



Μπουρνάμπασι
Β.Α. της Σμύρνης, έντεκα χιλιόμετρα.
Από τους χίλιους κατοίκους της πριν το μικρασιατικό ξεριζωμό, οι οκτακόσιοι ήταν Έλληνες.
Πρέπει να υπήρχαν πηγές, τρεχούμενα νερά στην περιοχή, από εκεί και η ονομασία της.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Σμύρνη με τα περίχωρα" (1930)
Στ., μουσ. : Παντελίδης
Ερμην. : Γ. Μυττάκη

"...Μπουνάρμπασι με τις δροσιές..."



Μπουρνόβας
Η Πρινόβαλις των Βυζαντινών, προάστιο της Σμύρνης, στα Β.Α. 
Στο προάστιο αυτό έμεναν οι εύπορες οικογένειες της Σμύρνης αλλά ήταν και η συνοικία των ξένων ιδίως των Άγγλων κατοίκων της πόλης.

Ακούγεται στα τραγούδια: "Παποράκι του Μπουρνόβα", παραδοσιακό, και 
"Μπουρνοβαλιά", των Γκάτσου - Ξαρχάκου (1983)

[Η ονομασία του προέρχεται από τις Τουρκικές λέξεις "burun" και "ova" πού σημαίνουν το "άκρο, (μύτη), της πεδιάδας"].



Μπουτζάς
Πλούσιο προάστιο και δημοφιλής τόπος διακοπών, 9 χλμ Ν.Α. της Σμύρνης .
Σε ανάμνηση αυτής της περιοχής δημιουργήθηκε ο Ν. Βουτζάς, ανάμεσα στη Ραφήνα και τη Νέα Μάκρη.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Σμύρνη με τα περίχωρα" (1930)
Στ., μουσ. : Παντελίδης
Ερμην. : Γ. Μυττάκη

"...Μπουτζά, Μπουρνόβα, Κορδελιό, με τ' άνθη στολισμένα..."



Μποχώρης
Σε περιστατικό που συνέβη περίπου το 1880, σε πλοίο της γραμμής Σμύρνης - Μπουρνόβα είτε, κατ' άλλη εκδοχή, Κωνσταντινούπολης - Πειραιά, μια ομάδα μικροαπατεώνων από αυτές που συστηματικά λυμαίνονται τις ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, «στήνουν μηχανή» στον αφελή Εβραίο συνταξιδιώτη τους Μποχώρη και του παίρνουν στα ζάρια ή με άλλο τρόπο τα λεφτά του, το ζουνάρι, ακόμα και τη γυναίκα του. Σύμφωνα με το λεξικό Ελευθερουδάκη, το γεγονός συμβαίνει στην Καβάλα, με θύμα έναν Εβραίο νταβατζή. Ο Μποχώρης παρουσιάζεται σαν ένας αγαθός άνθρωπος που έπεσε θύμα μικροαπατεώνων λόγω της αφέλειάς του.
[bohor = πρωτότοκος, εβραϊκή λέξη. Το όνομα αυτούσιο ή παραλλαγμένο (π.χ. Μπεραχά) συναντάται στις εβραϊκές κοινότητες στην Ελλάδα].



Μυτιά
Εισπνοή ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη καθώς και η αντίστοιχη ποσότητα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο πόνος του Πρεζάκια" (1936)
στ., μουσ., ερμην.: Δελιάς

"απ΄τη μυτιά που τράβαγα άρχισα και βελόνι
και το κορμί μου άρχισε σιγά σιγά να λιώνει..."


πηγη http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=22575


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχετικα θεματα

Σχετικα θεματα