13 Φεβ 2014

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ (λεξεις απο Ξ-Σ)

  1. Ξαβέρι
    Τα παλιά Καρβουνιάρικα, περιοχή του Πειραιά, η οποία σήμερα συγκεντρώνει τις κυριότερες ναυτιλιακές δραστηριότητες.

    Από το τραγούδι : "Ξαβεριώτισσα" (1938)
    Στ., μουσ. : Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
    Ερμην. : Παγιουμτζής, Περπινιάδης.



    Ξέμαγκας
    Αυτός που αποφασίζει να αφήσει την ανέμελη ζωή και να ζήσει προγραμματισμένα.




    Ξεφτέρια (του Αγιωργιού)
    Τα εξαπτέρυγα
    [εξ + πτέρυξ]

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο Μάρκος ο πολυτεχνίτης" (1937)
    Στ., μουσ.: Βαμβακάρης
    Ερμηνεία: Βαμβακάρης, Καρίβαλη

    "...μόνο που δεν κουβάλησα
    του Αγιωργιού ξεφτέρια..."



    Οντάς
    Δωμάτιο, ιδίως το επίσημο.
    [τουρκ. oda].



    Οντουλάρω
    Κατσαρώνω τα μαλλιά, τους δίνω τεχνητό κυματιστό σχήμα, σγουρώνω.

    «…Όταν τα μαλλιά σου οντουλάρεις
    είσαι ψεύτης, κατεργάρης..."

    [Από τη γαλλική λέξη ondulation = κυματισμός].




    Οντουλασιόν
    Το κατσάρωμα των μαλλιών.

    Ακούγεται στο τραγούδι "Ο επαγγελματίας" 1932
    σε στίχους, μουσική και εκτέλεση από το Γρ. Ασίκη.
    ..."να δείτε στα κουρεία που παν τα κοριτσάκια
    οντουλασιόν να κάνουνε τα' μορφα τους μαλλάκια..."

    [Από τη γαλλική λέξη ondulation = κυματισμός]





    Παγανιά
    Καταδίωξη, ανίχνευση, σύλληψη ανθρώπου ή ζώου.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο χάρος βγήκε παγανιά"
    Στ.: Μ. Ελευθερίου
    Μουσ.: Δ. Μούτσης
    Ερμηνεία: Δ. Μητροπάνος

    "...Ο χάρος βγήκε, βγήκε παγανιά
    μεσ' στη δική μου γειτονιά..."
    [μσν. παγανέα < παγάνα < λατιν. paganus = χωρικός].



    Παπάζι, Παπάτζι, Παπάκι
    Φέσι με χρυσή φούντα.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Γυφτοπούλα" (1934)
    Στ., μουσ., ερμηνεία: Μπάτης

    "...όταν βάζεις το παπάζι
    με τη φούντα τη χρυσή..."



    Παπάς
    Παράνομο και παραπλανητικό παιχνίδι, παιζόταν σε ανοιχτούς χώρους από παίκτες που πόνταραν χρήματα στο ένα από τα 3 τοποθετημένα ανάποδα τραπουλόχαρτα του παιχνιδιού, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιο από τα τρία είναι ο Ρήγας.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Οι Παπατζήδες" (1952)
    Στίχοι - Μουσ.: Τόλης Χάρμας
    Ερμηνεία: Μπίνης, Ντούο Χάρμα

    "...όπου κι αν πας, όπου κι αν πας
    εδώ παπάς, εκεί παπάς..."



    Παπατζής
    Ο επιτήδειος που παίζει το παιχνίδι «παπάς», ο απατεώνας.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Οι Παπατζήδες" (1952)
    Στίχοι - Μουσ.: Τόλης Χάρμας
    Ερμηνεία: Μπίνης, Ντούο Χάρμα

    "...επήγες κι έπεσες μες στους ατσίδες
    και σου τα φάγανε οι παπατζήδες..."



    Παραδόπιστος
    Αυτός που πιστεύει πολύ στο χρήμα, που το αγαπάει υπερβολικά, ο φιλοχρήματος.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Η παραδόπιστη", 1947.
    Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
    Ερμην.: Τσιτσάνης, Γεωργακοπούλου.
    [ παράς + πίστη].



    Παρακοπή
    Οικισμός στα νότια και δυτικά της Ερμούπολης.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Φραγκοσυριανή" (1935)
    Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

    "...θα σε πάρω να γυρίσω
    Φοίνικα, Παρακοπή..."



    Παραπήγματα
    Παλιές στρατιωτικές φυλακές στη Βασ. Σοφίας.
    Επίσης, παραπήγματα λέγονται οι παράγκες, οι εκτός σχεδίου οικισμοί και οι στρατιωτικές κατασκηνώσεις.

    Ακούγεται στο τραγούδι:"Αντιλαλούν οι φυλακές" (1935)
    Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

    "...αντιλαλούν τα σήμαντρα
    Συγγρού και Παραπήγματα..."



    Παρλαμάς
    Ο Μανώλης Παρλαμάς ήταν ταβερνιάρης στον Πειραιά.
    Διακινδυνεύοντας τη ζωή του, με μια βενζινάκατο διέσωσε 9 ναυαγούς και περισυνέλεξε 7 πτώματα κατά το ναυάγιο που έγινε στον Πειραιά, την 1η Αυγούστου 1937.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Οι αδικοπνιγμένοι" (1937)
    Στ. - μουσ. - ερμην.: Κ. Ρούκουνας

    "...Το ένα η «Ανάστασις» το άλλο το «Υδράκι»
    απέναντι στου Παρλαμά σκορπίσαν το φαρμάκι..."



    Παρτίδες
    Οι δοσοληψίες, τα πάρε – δώσε, οι σχέσεις με κάποιον.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Παρτίδες" (1950)
    Στ., μουσ.: Μ. Χιώτης
    Ερμην.: Χιώτης, Χασκήλ, Μπίνης

    "...παρτίδες αδερφάκι μου θ’ ανοίξουμε
    και την παλιά φιλία μας θα σβήσουμε..."
    [βενετσ. Partida < ιταλ. partita < ρήμα partio (λατιν.) = διαιρώ, μοιράζω, κατανέμω.]



    Παρόλα, παρόλες
    1. Λόγια ανόητα, χωρίς αξία, ακατανόητα.
    2. Ομιλία με υπονοούμενα.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ντερμπεντέρισσα" (1947)
    Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
    Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Βαμβακάρης, Χασκίλ

    "...δε γουστάρω τις παρόλες, σου ξηγήθηκα..."
    [ιταλ. Parola = λέξη, λόγος].



    Παστουρμάς
    Κομμάτι παστού κρέατος από καμήλα ή από άλλο μεγάλο ζώο, που το αρωματίζουν με τσιμένι, δηλαδή διάφορα καρυκεύματα, μετά το αποξηραίνουν και το οποίο αναδίδει βαριά, έντονη μυρωδιά.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Στου Λινάρδου την ταβέρνα"(1936)
    Στ., μουσ.: Π. Τούντας
    Ερμην.: Περδικόπουλος

    "...Πάει κι ο χατζηραπάνης, παστουρμάς και πεχλιβάνης..."
    [τουρκ. pastιrma ]



    Πάστρα
    1. Είδος χαρτοπαιγνίου, ξερή.
    2. Μεταφορικά, η καθαριότητα.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια " (1959)
    Στ., μουσ: Κ. Φραγκούλης
    Ερμηνεία: Β. Περπινιάδης

    "...Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια
    ούτε ραμί και πάστρα..."




    Περαία
    Ξακουστό παραλιακό προάστιο, 13 χλμ. από τη Σμύρνη, κατοικήθηκε κυρίως από Έλληνες.



    Περαίας και Πειραίας
    Άλλη ονομασία του Πειραιά.

    Ακούγεται σε πολλά τραγούδια, όπως:
    "Αλάνα Πειραιώτισσα", 1934
    Στ, μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης.

    "...σε αγαπώ, τσαχπίνα μου, τσαχπίνικο,
    γιατί εισ' απ' τον Περαία..."



    Πέραν
    Περιοχή στην πλευρά του Κεράτιου κόλπου, απέναντι από το Γαλατά.

    Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: "Έχε γεια, Παναγιά"

    "..."Στο Γαλατά θα πιω κρασί
    στο Πέραν θα μεθύσω..."





    Περονιάζω
    Για κρύο και υγρασία που είναι ιδιαίτερα διαπεραστικά.
    [από την περόν(η)].



    Πετσί
    Πορτοφόλι, προφανώς από το υλικό κατασκευής.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο καυγάς για το πετσί" (1934)
    Στ., μουσ.: Μ. Χρυσαφάκης
    Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

    "...Το πετσί που βρήκες Κόλλια
    σκάστο, δωσ' μου τα μισά
    [μεσαιωική λέξη: "πετσίον" < πεσκίον υποκορ. του σπάν. ελληνιστ. πέσκος =δέρμα]



    Πεχλιβάνης
    1. Άνθρωπος δυνατός, παλικαράς.
    2. Αυτός που σε δημόσιες ( συνήθως υπαίθριες) παραστάσεις επιδεικνύει τις σωματικές ικανότητές του για βιοπορισμό.
    3. Παλαιστής.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Στου Λινάρδου την ταβέρνα"(1936)
    Στ., μουσ.: Π. Τούντας
    Ερμην. Περδικόπουλος

    "...Πάει κι ο χατζηραπάνης, παστουρμάς και πεχλιβάνης..."
    [τουρκ. pehlivan ( = παλαιστής) < από περσ.]



    Πίκα
    Πείσμα, θυμός που νιώθει κάποιος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του θιγμένο, προσβεβλημένο, μνησικακία.

    "έμαθες πως έχω προίκα,
    σπίτι και πολλά λεφτά,
    το΄βαλες, Βλάμη, πίκα
    να μου πάρεις όλα αυτά.."
    [ιταλ. picca < γαλλ. pique].




    Πίκινος
    Ιδιοκτήτης ενός κέντρου με ορχήστρα που βρισκόταν στο Θησείο, στην οδό Ακάμαντος 26.
    Ήταν η περίφημη «Μπύρα του Πίκινου», εξαιρετικά δημοφιλής νυκτερινός προορισμός της εποχής με αξιόλογους μουσικούς.
    Μέσα σ’ αυτή τη μπυραρία σε ηλικία 37 χρονών δολοφονήθηκε το 1931 ο Πίκινος για ασήμαντη αφορμή.
    Από το Ρούκουνα περιγράφεται ως λεβεντάνθρωπος και ακέραιος χαρακτήρας, που δεν ανεχόταν παρεκτροπές μέσα στο κατάστημά του.

    Ακούγεται στο τραγούδι: «Ο Πίκινος» (1934)
    Στ. - μουσ. - ερμην.: Ρούκουνας


    "...Μες στο Θησείο βρε παιδιά, στου Πίκινου τη Μπύρα
    γλέντησε όλος ο ντουνιάς, Περαίας και Αθήνα…»




    Πινόκλης
    Ελληνοαμερικανική λέξη, παρατσούκλι για κάποιον που παίζει πολύ "Pinocle" (χαρτιά).

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο Πινόκλης" (1928)
    Στ., μουσ.: Δημοσθ. Ζάττα
    Ερμηνεία: Γ. Ιωαννίδης

    "...στον Πειραιά γεννήθηκα
    και τ' όνομά μου Οινόκλης
    μα εδώ ξαναβαφτίστηκα
    και γίνηκα Πινόκλης..."



    Πισκοπιό
    Βρίσκεται στις πλαγιές ενός πευκόφυτου λόφου δυτικά της Ερμούπολης.
    Υπήρξε το πρώτο αγαπημένο θέρετρο των προυχόντων Ερμουπολιτών, που έκτισαν το 19ο αιώνα εντυπωσιακές και επιβλητικές βίλες.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Φραγκοσυριανή" (1935)
    Στ., μoυσ., ερμην: Βαμβακάρης.

    "...Και στο Πισκοπιό ρομάντζα..."



    Πλεκτό, Πλεχτό
    Φυλακή, κρατητήριο, παράθυρο φυλακής.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Χτες το βράδυ στο σκοτάδι" (1935)
    Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

    "...και με κάνανε πιαστό
    με τραβούνε στο πλεχτό..."



    Πόγραδετς
    Κωμόπολη της Αλβανίας, στη νότια όχθη της λίμνης Οχρίδας.
    Στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο την κατείχαν οι Βούλγαροι, αλλά την κατέλαβαν μετά από επίθεση τα συμμαχικά στρατεύματα του Μακεδονικού μετώπου.
    Είναι επίσης γνωστό το Πόγραδετς και από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο.
    Κατά την επίθεση της Ιταλίας, μετά απ' την κατάληψη της Κορυτσάς απ' το δικό μας Γ' Σώμα στρατού, οι Ιταλοί ανασυντάχτηκαν στο Πόγραδετς. Μετά από σκληρή επίθεση, καταλήφτηκε από το Γ' Σώμα στρατού.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Το Μοράβα, το Πόγραδετς" (1947)
    Στ., μουσ.: Κασιμάτης
    Ερμην.: Μηττάκη.
    [σλαβική λέξη (από αντίστοιχη βουλγαρική: κάτω + πόλη)]




    Ποδαράδες
    Παλιά ονομασία της Νέας Ιωνίας, όπου είχαν εγκατασταθεί πρόσφυγες ταπητουργοί από την Πισιδία.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Στους Ποδαράδες μια Πολίτισσα" (1930)
    Στ., μουσ.: Αντ. Διαμαντίδης
    Ερμην.: Β. Σωφρονίου

    "...Είδα μες τους Ποδαράδες μια μικρή Πολίτισσα, γιαβουκλού μου να την κάνω εγώ την ζήτησα..."



    Πορτ Σάϊντ
    Αιγυπτιακή πόλη στη μεσογειακή ακτή, στην είσοδο της διώρυγας του Σουέζ.

    Ακούγεται στο τραγούδι: " Πορτ Σάιντ και Σκεντερία" (1937)
    Στ. - μουσ.: Τούντας
    Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

    "...εταξίδευα Συρία,Πορτ Σάϊντ και Σκεντερία
    κι έμπλεξα με μια μικρούλα , καστανή φελαχοπούλα..."
    [Από το Μουχάμαντ Σάιντ, αντιβασιλιά της Αιγύπτου, που κυβέρνησε κατά το διάστημα 1854-1863].



    Ποταμός
    Κωμόπολη και εμπορικό κέντρο στα Κύθηρα.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Στον Ποταμό τα ρούχα μου" (1937)
    Στ., μουσ.: Χρυσίνης
    Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.


    "...Στον Ποταμό τα ρούχα μου
    στη Χώρα τ' άρματά μου
    και στον ωραίο Καραβά
    η αγαπητικιά μου..."



    Πουλεύω
    1. Φεύγω κακήν κακώς (κυριολεκτικά), δραπετεύω, εξαφανίζομαι
    2. Μεταφορικά, "την πούλεψα "= την πάτησα, την έβαψα.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Καπνουλού μου όμορφη" (1934)
    Στ., μουσ., ερμην.: Μπαγιαντέρας

    "...όταν σχολάσεις, γίνεσαι
    μια κούκλα πρώτης φίνα
    και την πουλεύεις πονηρά
    Περαία και Αθήνα..."



    Πράσο
    Πορτοφόλι.



    Πρασατζής 
    Πορτοφολάς, αυτός που κλέβει πορτοφόλια.

    Ακούγονται στο τραγούδι: "Πάνε για το πράσο" (1934)
    Στ. - Μουσ: Μ. Χρυσαφάκης
    Ερμην.: Ρ. Αμπατζή

    "....Ρε συ Νότη πρασατζή
    πάμε τσάρκα ρε μαζί ...

    ...μηχανή εγώ θα φτιάσω
    για να φας εσύ το πράσο..."



    Πρέζα
    Μικρή ποσότητα ναρκωτικής ουσίας - που πιάνεται ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη - σε σκόνη και εισπνέεται. Επίσης, γενικά η μικρή ποσότητα μιας ουσίας σε σκόνη (π.χ. αλάτι), αλλά και η ρουφηξιά.
    Πρεζάκιας: αυτός που παίρνει δόση ναρκωτικού από τη μύτη, ο τοξικομανής.

    Ακούγονται στο τραγούδι:
    "Ο Πρεζάκιας" (1935)
    Στ., μουσ.: Γ. Τσαούς
    Ερμηνεία: Αντ. Καλυβόπουλος

    "...είμαι πρεζάκιας, μάθε το,
    μα όπου και αν πάω
    όλοι φύγε με λέγουνε
    ...η πρέζα με φαρμάκωσε
    τελείωσ’ η ζωή μου..."

    [ιταλ. presa < λατιν. Prehendo = παίρνω].



    Πρέφα
    1. Παίρνω είδηση, αντιλαμβάνομαι.
    2. Παιχνίδι της τράπουλας.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Βαγγέλης της μαμής" (1936)
    Στ.: Δ. Τσακίρης
    Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.

    "...Είμ' ο Βαγγέλης της μαμής
    που πρέφα μ' έχουν πάρει..."
    [γαλ. preference = προτίμηση < preferer =προτιμώ]



    Πριγκηπιώτισσα
    Κάτοικος της Πριγκήπου,[τουρκ. Bόyόkada], ενός από τα μεγαλύτερα 9 νησιά, τα Πριγκηπονήσια, στην Προποντίδα.
    Παλιότερες ονομασίες του νησιού: «Δημόνησος» και «Πιτυούσα», πήρε το όνομα «Πρίγκηπος» όταν έγινε ιδιοκτησία του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β΄, ο οποίος το 569 έκτισε παλάτι εκεί.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Πριγκηπιώτισσα" (1930)
    Στ., μουσ.: Τούντας
    Ερμην.: Μ. Φραντζεσκοπούλου




    Ραβαΐσι
    Γλέντι, ξεφάντωμα.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Στου Λινάρδου την ταβέρνα" (1936)
    Στ., μουσ.: Τούντας
    Ερμηνεία: Στ. Περπινιάδης

    "...σ' ένα τέτοιο ραβαΐσι
    ποιος μπορεί να μη μεθύσει..."



    Ραμί
    Είδος χαρτοπαιγνίου με διάφορες παραλλαγές που παίζεται συνήθως από 3 έως 7 παίχτες και με 2 τράπουλες.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια " (1959)
    Στ., μουσ: Κ. Φραγκούλης
    Ερμηνεία: Β. Περπινιάδης

    "...Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια
    ούτε ραμί και πάστρα..."
    [γαλ. rami].



    Ραμολί
    Ξεμωραμένος, ξεκούτης.
    [γαλλ. ramolli].



    Ρασκέτα
    Η ξύστρα (εργαλείο των ναυτικών).

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Θερμαστής" (1934)
    Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Μπάτης.

    "...Κάργα ρασκέτα και λοστό
    το Μπέη να περάσω
    και μες στου Κάρντιφ τα νερά
    εκεί να πάω να αράξω..."



    Ρεζίλης
    Άνθρωπος χωρίς υπόληψη, ξεφτίλας.
    [τουρκ. rezil].



    Ρεμιζάρω
    Παρκάρω.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Βαλεντίνα" (1950)
    Στ., μουσ.: Μητσάκης
    Ερμηνεία: Μητσάκης, Τατασσόπουλος, Νίνου

    "...έχεις κούρσα και σοφάρεις
    κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις..."
    [γαλ. Remiser <λατιν. Remittere].



    Ρεμπελιά
    Η απραξία, η αποφυγή κάθε κόπου κι εργασίας.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Το βέρτζινο μαγκάκι"
    Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
    Μουσ.: Πλέσσας
    Ερμην:Γενίτσαρης

    "...Για το μπαγιόκο ρεβελιά
    σνομπάρει τώρα τα παλιά
    με μαύρο παπιονάκι..."
    [βενετ. rebelo = αρχικά αντάρτης, άτακτος πολεμιστής, επαναστάτης. Εξελίχτηκε σημασιολογικά, προκειμένου να δηλωθεί επίσης η έννοια του τεμπέλη, του ανέμελου και του αργόσχολου].



    Ρεμπελιό
    1. Η απραξία, η αργόσχολη ζωή, η αποφυγή κόπου και δουλειάς.
    2. Η ανταρσία, η εξέγερση εναντίον της εξουσίας ή της αρχής, η επανάσταση.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο κουμπούρας απ' τη Βάθη", 1920
    Παραδοσιακό, στο όνομα του Σπ. Στάμου.
    Ερμην. : Μ. Παπαγκίκα.

    "...κι όλοι κάθονται και πίνουν
    και στο ρεμπελιό το ρίχνουν..."
    [<βενετ. rebelo (< re = ανά + bellis < bellum =πόλεμος) = αντάρτης, άτακτος πολεμιστής, επαναστάτης, αποστάτης.
    Η λέξη εξελίχτηκε απ’ ό,τι φαίνεται σημασιολογικά και σήμαινε αργότερα τεμπέλης, ανέμελος, αργόσχολος.]



    Ρεστάρω
    Μένω χωρίς λεφτά.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Η Σατράπισσα" (1948)
    Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
    Ερμηνεία: Περπινιάδης, Κηρομύτης, Μπέλλου

    "...με ρεστάρησε,
    στραπατσάρησε το τσαρδί μου..."



    Ρέστος
    Κατεστραμμένος οικονομικά.

    Από το τραγούδι:
    "Απόψε στις ακρογιαλιές" (1968)
    Στ., μουσ., ερμην.: Τσιτσάνης

    "...κι αν είμαι τώρα ρέστος και ταπί
    μ΄ένα φιλί παρηγόρα με και συ..."



    Ρέφα
    Το μερίδιο του αστυνομικού επί των κλοπιμαίων, με αντάλλαγμα τη σιωπή του.

    Ρεφάρω: ξανακερδίζω τα όσα έχω χάσει, καλοπερνάω, ζω άνετα.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Σαλταδόρος" (1942)
    Στ. - μουσ.: Μ. Γενίτσαρης

    "...μα 'γω πάντα βολεύομαι, γιατί τηνε σαλτάρω
    σε καν' αμάξι Γερμανού και πάντα τη ρεφάρω..."
    [γαλλικά, refaire = επανέρχομαι, αποκαθιστώ].



    Ροζικλέρι
    Παλιός γνωστός κινηματογράφος στην Πατησίων.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Τα νέα της Αλεξάνδρας" (1960)
    Στ. - μουσ. : Κ. Γιαννίδης
    Ερμην.: Β. Περπινιάδης

    " ...και μου παν πως την είδανε να βγαίνει χέρι-χέρι
    μαζί με τον Χαράλαμπο από το Ροζικλέρι..."



    Ροκαμβόλ
    Ήταν το όνομα ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων περιπέτειας του Γάλλου συγγραφέα Ponson du Terrail, ήρωες οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς το δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Η Κούλα" (1929)
    Στ. - μουσ. : Κ. Μισαηλίδης
    Ερμην.: Νταλγκάς

    "...Aν θέλω στην καρδούλα της εγώ να είμαι μόνος
    πρέπει να γίνω Ροκαμβόλ, νταής και δολοφόνος..."



    Ρολίνα
    Η ρουλέτα, τυχερό παιχνίδι, συνήθως σε καζίνο.
    Κάθε παίκτης στοιχηματίζει σε έναν ή περισσότερους αριθμούς ή και σε χρώμα ενός δίσκου με 37-38 αριθμημένα χωρίσματα σε μαύρο και κόκκινο χρώμα εναλλάξ, ο οποίος περιστρέφεται και στον οποίο ρίχνεται και κυλά με αντίθετη φορά μια μπίλια. Ο παίκτης κερδίζει αν η μπίλια σταματήσει σε αριθμό ή και χρώμα στα οποία έχει στοιχηματίσει.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Τσιτσάνης στο Μόντε Κάρλο" (1937)
    Στ. και μουσ. Τσιτσάνης,
    Ερμην.: Παγιουμτζής, Περπινιάδης.

    "...Μια βραδιά στο Μόντε Κάρλο
    πήγα να παρευρεΘώ
    μες στους άσους της ρολίνας
    να τους συναγωνιστώ..."



    Ροσσόλι
    Κόκκινο ποτό.
    [ιταλ. rosso].



    Ρούγα
    Δρόμος ή πλατεία, συνοικία, μαχαλάς.
    [ιταλ. ruga].



    Ρούφος
    Ταβάνι.
    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Η Υπόγα" (1910)
    Ερμηνεία Γ. Κατσαρός

    " ένας μπάτσος με το κούφιο
    ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο..."
    [ίσως από το αγγλ. roof].





    Σακαφλιάς
    Αναφορά στην "Κλίκα":
    http://www.klika.gr/cms/index.php?op...349&Itemid=171

    Ακούγεται στο τραγούδι:"Ο Σακαφλιάς" (1938)
    Στ. - μουσ. - ερμην. : Τσιτσάνης

    "...στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε το Σακαφλιά..."




    Σακουλεύομαι
    1. Αντιλαμβάνομαι τον κίνδυνο, την απάτη.
    2. Υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάτι το οποίο προσπαθούν να μου κρύψουν.
    3. Εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω αμέσως (προστακτική: "σακούλα')

    Από το τραγούδι:
    "Η κολπατζού" (1933)
    Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

    "...Κι αφού δε σακουλεύεσαι τι θες να σαι μαζί μου
    κι αφού δε τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου..."

    [τουρκ. sakal = στάθμη, υπολογισμός].



    Σαλβάρι
    Είδος φαρδιού παντελονιού περισσότερο για γυναίκες, που σουρώνει στον αστράγαλο και στη μέση, παραδοσιακό ρούχο,κυρίως στην Aνατολή, από τα πολύ παλιά χρόνια.

    "...Τι σε μέλλει εσένανε το σαλβάρι μου
    για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου..."
    [τουρκ. salvar (από τα περσ.)] .



    Σαλτάρω
    1. Πηδώ.
    2. Τρελαίνομαι.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Σαλταδόρος" (1942)
    Στ. - μουσ. - ερμην.: Μ. Γενίτσαρης

    "...θα σαλτάρω, θα σαλτάρω
    τη ρεζέρβα να τους πάρω..."
    [ιταλ. saltare].



    Σαλταδόρος
    Αυτός που είναι επιδέξιος στο να σαλτάρει.
    Ειδικότερα στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, αυτός που πηδούσε επάνω στα αυτοκίνητα των κατακτητών για να κλέψει.
    Επίσης μικροαπατεώνας, επιτήδειος σε αιφνιδιαστικές ενέργειες.



    Σαμπαστιάς
    Πρόκειται για την καθολική εκκλησία του Saint Sebastian στην Άνω Σύρα.
    Η Σύρος έγινε σημαντικό κέντρο του καθολικισμού στο Αιγαίο, από τα έτη 1644-1699, με τη μεσολάβηση της Γαλλίας και τη στήριξη της Βενετίας.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Σύρος" (1936)
    Στ., μουσ. και ερμηνεία: Βαμβακάρης

    "...με τα πολλά σκαλάκια σου, βρε Σύρα μου,
    και με το Σαμπαστιά σου..."
    [Σαμπαστιάς: από τον "Saint Sebastian", την καθολική εκκλησία της Άνω Σύρας]



    Σαράκι
    Μακροχρόνιος ψυχικός πόνος, καημός που δεν εκδηλώνεται και γι΄ αυτό φθείρει. Κυριολεκτικά, το έντομο που κατατρώει το ξύλο



    Σαρμάκο
    Στέκομαι αμίλητος, προσοχή, αποφεύγω να εκδηλωθώ, κάνω τουμπεκί, κάνω πως δεν καταλαβαίνω.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο Μάρκος κάνει σαρμάκο" (1936)
    Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

    "τώρα σε βλέπω μ' άλλονε
    κι εγώ κάνω σαρμάκο..."

    [Κατά το Νικόλαο Πολίτη, ("Λαογραφικά Σύμμεικτα", τ. Β') προέρχεται από τη φράση "κάνε σαμάρκο" ("σαρμάκο", με αντιμετάθεση).
    Φράση που σήμαινε: «κράτα το στόμα σου ανοικτό, χάσκοντας όπως το λιοντάρι» και, κατ' επέκταση, "σώπασε", "μη μιλάς".
    Η φράση ετυμολογείται από τα λιοντάρια του San Marco, του εμβλήματος δηλαδή της Βενετίας, γνωστού σε όλη την Ελλάδα από τα βενετσιάνικα κάστρα].




    Σατράπης, Σατράπισσα
    Άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος, με πράξεις και συμπεριφορές υπεροπτικές.
    [αρχική σημασία: διοικητής επαρχίας αρχ. Περσικού κράτους].



    Σβάρνα, Παίρνω σβάρνα
    Γυρίζω με τη σειρά, δεν αφήνω χώρο που να μην τον επισκεφτώ.
    Κατ' επέκταση, παρασύρω, χτυπώ.

    Από το τραγούδι:
    "Ένας διαβάτης" (1949)
    Στ.: Τζουανάκος, μουσ.: Κοφινιώτης
    Ερμηνεία: Τζουανάκος

    "...με πνίγει απόψε η ερημιά
    και παίρνω σβάρνα τα καπηλειά..."
    [< σλαβ. barna].



    Σβαρνίζω, Σβαρνώ
    Αρχικά σημαίνει περιέρχομαι με σβάρνα (πλατιά και βαριά σανίδα δεμένη κατάλληλα με σκοινιά από άλογο ή βόδι) το χωράφι συμπληρώνοντας το έργο της άροσης. Μεταφορικά τιμωρώ, σκοτώνω.



    Σεβιλλιάνες
    Οι γυναίκες της Σεβίλλης, (Sevilla), καλλιτεχνικής, πολιτιστικής και οικονομικής πρωτεύουσας της νότιας Ισπανίας, πρωτεύουσας της κοινότητας της Ανδαλουσίας.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Σεβιλλιάνες" (1947)
    Στ.: Χ. Βασιλειάδης
    Μουσ.: Γ. Λαύκας
    Ερμην.: Λαύκας, Χασκήλ



    Σεβντάς
    Ο ερωτικός καϋμός, η λαχτάρα, ο έρωτας.

    "...ντέρτι, σεβντά μου άναψες
    καμωματού και λιώνω..."
    [τουρκ. sevda]



    Σέκερη
    Οδός παράλληλη της Μέρλιν, όπου στην κατοχή ήταν η έδρα της Γκεστάπο.
    Στο αρχηγείο της Γκεστάπο στη Μέρλιν, εκτός από τόπος βασανιστηρίων, ήταν και ο τόπος λήψης αποφάσεων για ομαδικές εκτελέσεις των πατριωτών κρατουμένων. Από τη Μέρλιν ξεκινούσαν τα καμιόνια, ακολουθούσαν την οδό Σέκερη και κατευθύνονταν με τους μελλοθάνατους στα στρατόπεδα εκτελέσεων, ένα από τα οποία ήταν και το Χαϊδάρι.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Χαϊδάρι" που γράφτηκε το 1943,
    σε στίχους του Μάρκου Βαμβακάρη .
    Δεν κυκλοφόρησε τότε σε δίσκο και η μουσική η αρχική, του Μάρκου, είχε ξεχαστεί. Αργότερα, με μουσική του Στέλιου Βαμβακάρη, το τραγούδι αυτόκυκλοφόρησε σε δίσκο, το 1983.
    "...απ' την οδό του Σέκερη
    με πάνε στο Χαϊδάρι
    κι ώρα την ώρα καρτερώ
    ο Χάρος να με πάρει..."




    Σεκλέτι
    Στενοχώρια, καημός, συνήθως ερωτικός.

    Από το τραγούδι:
    "Απόψε στις ακρογιαλιές" (1968)
    Στ., μουσ., ερμην.: Τσιτσάνης

    "...σεκλέτια διώχνει ο μπαγλαμάς..."
    [τουρκ. Sιklet = βάρος, θλίψη, καημός].



    Σελέμης
    Αυτός που ζει σε βάρος των άλλων, ακαμάτης, αχαΐρευτος, το παράσιτο που ζει με δαπάνες άλλων.
    Σελεμώ / -ίζω: οικειοποιούμαι κάτι όχι δικό μου.
    [τουρκ. selem = προπληρωμή].



    Σερέτης
    Βαρύς, δύστροπος, σκληρός, ευέξαπτος.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο σερέτης" (1935)
    Στ. - μουσ. : Μοντανάρης
    Ερμην.: Γ. Κάβουρας

    "...σερέτης είμαι χασικλής
    κοτσάνι την περνάω..."
    [Από το τούρκικο sert (=σκληρός, σκαιός, απότομος), εξ' ου το σερετιλίκι (τούρκικο sertlik = τραχύτητα, σκληρότητα, ορμητικότητα)].



    Σεργιάνι
    Περίπατος, βόλτα.
    [τουρκ. seyran "εκδρομή" (από τα περσ.)].



    Σερμπέτι
    Είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο δραγουμάνος του βεζίρη" (1974)
    Στ.: Λ. Παπαδόπουλος
    Μουσ.: Λ. Κηλαηδόνης
    Ερμηνεία: Μ. Μητσιάς

    "...Κι όταν βαράει παλαμάκια
    δούλες, σερμπέτια, μέλια έρχονται σωρό..."
    [τουρκ. serbet (από τα αραβ.)].



    Σέρτικος
    Βαρύς.
    [τουρκ. sert = σκληρός].



    Σεχραζάτ
    Βασίλισσα της Βαγδάτης.



    Σηλυβρία
    Πόλη της Ανατολικής Θράκης στην Προποντίδα.

    Από το τραγούδι: "Σηλυβριανό" , παραδοσιακό, ερωτικό, που πέρασε στη δισκογραφία το 1927, με τον Νταλγκά.



    Σίδερα
    1. Φυλακή.
    2. Χειροπέδες.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Οι Λαχανάδες" (1934)
    στ., μουσ.: Παπάζογλου
    Ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

    "...τα σίδερα τους φόρεσαν
    και στη στενή τους πάνε..."



    Σιδέρης
    Όνομα δυο ιδιοκτητών τεκέ, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Η Δροσούλα" (1946)
    Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
    Ερμηνεία: Παγιουμτζής, Τσιτσάνης

    "άνω κάτω χτες τα κάναμε
    στου Σιδέρη τον παλιό τεκέ..."


    Σκαλέτα
    Τρόπος κλεψίματος στα χαρτιά.
    Ανακατεύονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να υπάρχει έλεγχος της σειράς με την οποία θα εμφανίζονταν.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Το παιχνίδι του Αμερικάνου" (1935)
    Στ., μουσ. , ερμ.: Κ. Σκαρβέλης

    "...με τα λιμά τον έμπλεξα, στο πόκερ, στην πασσέτα
    κι όλο το χτένι δούλευε, στη ζούλα κι η σκαλέτα..."


    Σκέρτσο
    1. Προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς, ιδίως γυναίκας, για να φανεί χαριτωμένη, νάζι. [ιταλ. Schertzo].
    2. Επίσης μουσικός όρος: ζωηρό και εύθυμο μουσικό κομμάτι, τμήμα μιας ευρύτερης σύνθεσης.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ντυμένη σαν αρχόντισσα" (1940)
    Στ., μουσ.: Κηρομύτης
    Ερμηνεία: Κηρομύτης, Γεωργακοπούλου

    "...να πίνεις σαν παλιός μπεκρής,
    κουκλάκι μου,
    με σκέρτσο να καπνίζεις..."



    Σκεντερία
    Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
    Η ονομασία "Σκεντερία", για την Αλεξάνδρεια, είναι παραφθορά του ονόματος του ιδρυτή της, Μ. Αλέξανδρου.

    Ακούγεται στο τραγούδι: " Πορτ Σάιντ και Σκεντερία" (1937)
    Στ. - μουσ.: Τούντας
    Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

    "...εταξίδευα Συρία, Πορτ Σαϊντ και Σκεντερία
    κι έμπλεξα με μια μικρούλα , καστανή φελαχοπούλα..."
    [Σκεντερία < Ισκεντέρ = Αλέξανδρος]



    Σκλάβαινας Στέλιος
    Βουλευτής Θεσσαλονίκης στις εκλογές της 26/1/1936, με το Παλλαϊκό Μέτωπο (περιλάμβανε το ΚΚΕ, το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, το Σοσιαλιστικό, το Εργατικό Σοσιαλδημοκρατικό, τη ΓΣΕΕ, και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα ).
    Στις εκλογές όμως αυτές κανένα από τα κυρίαρχα κόμματα (Φιλελεύθεροι και Λαϊκοί) δεν είχε την απόλυτη πλειοψηφία, άρα δεν μπορούσε να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, και έτσι το Παλλαϊκό Μέτωπο - το οποίο είχε πάρει το 25% των ψήφων - έγινε ο ρυθμιστής της κατάστασης.
    Τελικά στις 19/2/1936 προέκυψε η συμμαχία Φιλελευθέρων (Σοφούλης) με το Παλλαϊκό Μέτωπο (Σκλάβαινας).
    Οι όροι για τη συμφωνία αυτή προέβλεπαν την παροχή αμνηστίας σε βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου, αλλά και όλων των εξόριστων, φυλακισμένων, πολιτικών κατάδικων, κατάργηση επίσης του Ιδιώνυμου, διάλυση των φασιστικών οργανώσεων κ.λπ.
    Διατάξεις που δεν εφαρμόστηκαν ποτέ στην πράξη, μια και είχε ήδη δρομολογηθεί από κύκλους εντός και εκτός Ελλάδας η δικτατορία του Μεταξά.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Μάρκος υπουργός" (1935)
    Στ. - μουσ. - ερμην: Βαμβακάρης

    "...μην ξεμπουκάρει ο Σκλάβαινας
    και σας μασήσει ούλοι..."



    Σκουζέ
    Λόφος που βρίσκεται στην Αθήνα.
    Η παλιά του ονομασία ήταν λόφος της Ευχλόου Δήμητρος.
    Πριν από την Επανάσταση του '21 όμως η οικογένεια Σκουζέ απέκτησε μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή με αποτέλεσμα όλος ο λόφος να πάρει το όνομά της, το οποίο διατηρείται ακόμα και σήμερα.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Στο λόφο του Σκουζέ", (1940)
    Στ., μουσ.: Κοσμαδόπουλος
    Ερμην.: Παγιουμτζής.



    Σκούνα
    Ιστιοφόρο πλοίο με ψηλά κατάρτια.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Η σκούνα" (1962)
    Στ., μουσ.: Μ. Χιώτης
    Ερμην.: Χιώτης, Μ. Λίντα.
    [ιταλ. scuna < αγγλ. schooner].



    Σορολόπ
    (Το ρίχνω στο) σορολόπ:συμπεριφέρομαι ανέμελα και αδιάφορα, κάνω ό,τι μου έρχεται στο μυαλό αδιαφορώντας για τις συνέπειες ή δεν αντιμετωπίζω κάποιον σοβαρά.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Είσαι φάντης" (1936)
    Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
    Ερμηνεία: Αμπατζή

    "...στο σορολόπ μου το 'ριξες,
    βρε ψευτοπονηράκια..."
    [τουρκ. sorolop].



    Σουπιατζής
    Καταδότης, ύπουλος.

    "...τον αίτιο το σουπιατζή
    και το καρφί
    θα τονε σουγαδιάσω..."
    [< σουπιά].



    Σουρμελίδικα (μάτια)
    Μαύρα μάτια.
    [τουρκ. sourmes = μαύρο φυσικό χρώμα για το βάψιμο βλεφάρων και βλεφαρίδων].



    Σουρουκλεμές
    Άνθρωπος που γυρίζει από εδώ κι από εκεί, αχαΐρευτος.
    [τουρκ. sόrόklenmek = σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσχημη ζωή].



    Σουρτούκα
    Αλήτισσα, γυναίκα που δεν μένει στο σπίτι αλλά γυρίζει εδώ κι εκεί, άτομο που του αρέσει να αλητεύει και να ζει άστατα και ανέμελα.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Το Παλαμήδι" (1937)
    Στ., μουσ.: Γ. Δραγάτσης
    Ερμηνεία: Ρούκουνας

    "...Όποιον κι' αν έχεις γιαβουκλού αμάν αμάν
    μωρή σουρτούκα κουρελού..."
    [τουρκ. sόrtόk].



    Σοφούλης Θεμιστοκλής
    (1860, Σάμος - 1949, Αθήνα).
    Αρχαιολόγος, βουλευτής αρχικά και αργότερα αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, το 1936 υπέγραψε το περίφημο σύμφωνο «Σοφούλη – Σκλάβαινα» με το οποίο θα συνεργαζόταν με το Παλλαϊκό Μέτωπο, μια και στις εκλογές του ’36 το κόμμα του δεν συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία. Αργότερα όμως θα εγκαταλείψει τους συμμάχους του του Παλλαϊκού Μετώπου στον αγώνα για κατοχύρωση της δημοκρατίας, θα παζαρέψει την εκλογή με άλλα κυβερνητικά σχήματα ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο προς τη δικτατορία του Μεταξά.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "O Μάρκος υπουργός", (1935)
    Στ., μουσ, ερμην.: Μ. Βαμβακάρης

    "...για πρόσεξε καλά,
    Γιαννάκη και Σοφούλη..."



    Σπαθί, Ξηγιέμαι σπαθί
    Χωρίς περιστροφές, τίμια, ίσια, χωρίς πλάγια μέσα.



    Σπαρματσέτο
    Κερί, κατασκευασμένο από την ουσία spermaceti, η οποία όταν καιγόταν παρήγαγε ιδιαίτερα λευκή και λαμπρή φλόγα, γι΄αυτό ήταν και ακριβό.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Τα κεριά τα σπαρματσέτα"
    Παραδοσιακό
    Ερμηνεία: Εσκενάζυ

    "...τα κεριά, τα σπαρματσέτα
    έλα τώρα άναψέ τα..."



    Σπαχάνι
    Καπνός περσικός, παραφθορά της λέξης Ισπαχάν ή Ισφαχάν (παλιάς πρωτεύουσας της Περσίας).

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Εφουμέρναμε ένα βράδυ" (1932)
    Στ. - μουσ. - ερμ.: Βαμβακάρης

    "...εφουμέρναμ΄ένα βράδυ
    αργιλέ, σπαχάνι, μαύρη..."




    Σπετσέρης
    Φαρμακοποιός

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Το βασανάκι" (1952)
    Στ., μουσ.: Απ. Χατζηχρήστος
    Ερμηνεία: Τσαουσάκης, Στάμου, Καλλέργης

    "...το γιατρό και τον σπετσέρη
    δεν ζητώ, ματάκια μου..."
    [ιταλ. spezieri].



    Σπηλιά του Δράκου
    Πρόκειται για σπηλιά στην Πειραϊκή, κάτω από την έπαυλη Σκουλούδη.



    Στάμπα
    Ειδικό σήμα που έραβαν οι Άγγλοι στην πλάτη του πουκάμισου των Ελλήνων αιχμαλώτων για να τους ξεχωρίζουν από τους Ιταλούς και Γερμανούς.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Μας πήγαν εξορία" ή "Βάρκα γιαλό", ( 1946)
    Στ., μουσ., ερμην.: Γ. Θεολογίτης (Κατσαρός)

    "...μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα
    και στην πλάτη μας μια στάμπα..."



    Σταυρωτής
    Περιφρονητικά ο αστυνομικός, επίσης ο βασανιστής, ο τύραννος.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο σερέτης" (1935)
    Στ. - μουσ. : Μοντανάρης
    Ερμην.: Γ. Κάβουρας

    "...Μα σα μου λάχει σταυρωτής,
    ευθύς την αμολάω..."
    [σταυρώνω]




    Στενή
    Η φυλακή.



    Στράφι
    "Πάει στράφι" είναι μια φράση που λέγεται για να φανεί ότι κάτι πηγαίνει χαμένο, δεν αξιοποιείται ή καταστρέφεται.
    [τουρκ. israf , σπατάλη].



    Στραπατσάρω
    Καταταλαιπωρώ κάποιον σωματικά ή ψυχικά.
    Επίσης προκαλώ μεγάλη ζημιά, τσαλακώνω.
    [ιταλ. strapazzar(e)].



    Στόκολο
    Ο χώρος του πλοίου όπου βρίσκονται οι λέβητες, το λεβητοστάσιο.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο Θερμαστής" (1934)
    Στ. - Μουσ. και ερμηνεία: Μπάτης.

    Μηχανικός στη μηχανή
    και ναύτης στο τιμόνι
    κι ο θερμαστής στο στόκολο
    με έξι φωτιές μαλώνει..."
    [αγγλ. stokehold]



    Συγγρού(φυλακές)
    Γνωστές για τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων φυλακές, κτίστηκαν Ν.Δ. του λόφου του Φιλοπάππου, γύρω στο 1880 από τον Ανδρέα Συγγρό.
    Ο Συγγρός, γνωστός από το σκάνδαλο των Λαυρεωτικών, επίσης από το πρώτο - για τα ελληνικά χρονικά - σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και υπεύθυνος κατά πολύ για την οικονομική κατάρρευση της Ελλάδας, διέθεσε μέρος από την τεράστια περιουσία του για "αγαθοεργίες", ανάμεσα στις οποίες και οι φυλακές αυτές, που υμνήθηκαν σε αρκετά τραγούδια.

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Αντιλαλούν οι φυλακές" (1935)
    Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.

    "...αντιλαλούν τα σήμαντρα
    Συγγρού και Παραπήγματα..."



    Συνάχι
    Η χρήση σκληρών ναρκωτικών.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο Συνάχης" (1934)
    Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

    "...με ποιόν τα 'χεις, συνάχι μου, αμάν, αμάν και πας να καθαρίσεις
    τη ηθική σου θίξανε και πας να εγκληματίσεις..."



    Συναχωμένος
    Αυτός που έχει πάρει σκληρά ναρκωτικά που παίρνονται από τη μύτη (μυτιές), πρέζες, όπως η κόκα, η ηρωίνη κ.λ.π. Ο χρήστης είχε τη συνήθεια να ρουφάει ή να "παίζει" με τη μύτη του, λόγω των ερεθισμών που προκαλούνταν. 2. Επίσης ο θυμωμένος νταής, το κουτσαβάκι.

    Ακούγεται στο τραγούδι:
    "Ο Συνάχης" (1934)
    Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης

    "...Συναχωμένος μου΄ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου, από πέρα..."



    Συρμός
    1. Μόδα, συνήθως στην έκφραση "είναι του συρμού"= είναι μοντέρνο, είναι της μόδας (με αρνητική φόρτιση).

    Ακούγεται στο τραγούδι: "Τουμπελέκι, τουμπελέκι" (1931)
    Στ., μουσ. και ερμηνεία: Κ. Μπέζος

    "...βρε ποια κασόμπρα του συρμού..."
    [ < αρχ. συρμός, κάτι που σέρνεται, που αφήνει ίχνος, σημάδι]




    Σώτος και σότος
    Φορτωμένος, ματσωμένος, κερδισμένος στο χαρτοπαίγνιο.
    σώτα: τα χαρτιά που κερδίζουν.



    Σύρμα
    Το πολύ καλής ποιότητας μαύρο (χασίς), τόσο καλό που έπεφτε σύρμα για την ύπαρξή του, έτρεχαν να ειδοποιήσουν, διαδόθηκε η κυκλοφορία του.
    Επίσης, «σύρμα» σημαίνει "χορδή".



    Σωτήρχαινας
    Πλούσιος κτηνοτρόφος από τη Λειβαδιά (1893 – 1932) ο οποίος κατηγορήθηκε – μάλλον λόγω πολιτικών αντιπαραθέσεων – για την απαγωγή και μετά την εκτέλεση ενός μικρού παιδιού. Στις φυλακές της Αίγινας και ενώ εκκρεμούσε η έφεση που είχε ασκηθεί στον Άρειο Πάγο κατά της καταδίκης του, εκτελέστηκε.

    Από το ομώνυμο τραγούδι: «Σωτήρχαινας» (1934)
    Στ., μουσ.: Καρίπης
    Ερμην: Παπασιδέρης.




    ΠΗΓΗ http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=22575

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχετικα θεματα

Σχετικα θεματα