13 Φεβ 2014

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ (λεξεις απο Δ-Κ)

Δαχτυλήθρες 
Παιχνίδι, στο οποίο έπρεπε να ποντάρεις και να βρεις σε ποια από τις τρεις (συνήθως) δαχτυλήθρες [που είχε μπροστά του ο "παπατζής" ] μπορεί να βρισκόταν το στραγάλι, η φακή ή το ρεβύθι.Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Παπατζής" (1934)Στ., μουσ.: Β. ΠαπάζογλουΕρμην.: Στ. Περπινιάδης"... έπαιζα και δαχτυλήθρεςμα συ μου ξηγιόσουν τρίχες..."



Δεμερτζής Κων/νος
(1876 – 1936). Πολιτικός, αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων, καθηγητής της Νομικής, συνέβαλε στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1911. Μετά το θάνατο του Κονδύλη έγινε πρωθυπουργός το 1935, ιδιότητα όμως που διατήρησε πολύ λίγο, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του στις 13/4/1936.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Μάρκος υπουργός" (1935)
Στ. - μουσ. - ερμην. : Βαμβακάρης

"...την πούλεψε κι ο Δεμερτζής
που θα ' φερνε το τέλος..."



Δερβέναγας
΄Ανθρωπος με τυραννική συμπεριφορά που ασκεί αυθαίρετη και απόλυτη εξουσία, σατράπης. Κατά λέξη, ο αρχηγός των ένοπλων που φρουρούσαν τις διαβάσεις των βουνών. [τουρκ. derbent (στενό πέρασμα, φαράγγι, χαράδρα) και agasi (αγάς): "ο αγάς του δερβενίου"].



Δερβίσης
1. Ο λεβέντης, ο περήφανος.
2. Ονομασία μουσουλμάνου μοναχού που ζει σε ειδικά ασκητικά κέντρα, τους τεκέδες. 
3. Ο χρήστης χασίς, όπου "ντερβίσης"ή "δερβίσης"=χασισοπότης 

Από το τραγούδι:
"Ντερβίσαινα" (1934)
Στ., μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμηνεία: Αγγέλα Παπάζογλου

"όπου σταθώ κι όπου βρεθώ
ντερβίσαινα με λένε..."


Δερβισόμαγκας
Λεβέντης, μάγκας.

[τουρκ. derviş = φτωχός, αφοσιωμένος στο Θεό]



Δεφτέρι
Τετράδιο για λογαριασμούς ή σημειώσεις, αρχείο δημόσιας αρχής, κιτάπι, κατάστιχο, βιβλιαράκι, σημειωματάριο. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Η διπρόσωπη" (1938)
Στ.: Ευτ. Παπαγιαννοπούλου, μουσ.: Αντώνη Ρεπάνη
Ερμηνεία: Περπινιάδης, Ρουμελιώτης

"...σβήσε με, κυρά μου, απ' τα δεφτέρια σου..."
[< τουρκ. tefter, defter < αραβ. Diftar. 
Κατά μίαν άποψη από το αρχαιοελληνικό διφθέρα = δέρμα, περγαμηνή].



Δραγουμάνος
O διερμηνέας, ο μεταφραστής (άτομο συνήθως μη τουρκικής καταγωγής που υπηρετούσε στηνΑυλή του Σουλτάνου). 

Από το τραγούδι:
"Ο Τσάμικος"
Στ.: Γκάτσος 
Μουσ.: Χατζιδάκις
Ερμηνεία: Μ. Μητσιάς

"...κριτής κι αφέντης ειν' ο Θεός 
και δραγουμάνος του ο Λαός..."
[βενετ. dragomano < αραβ. tarjuman= διερμηνέας].



Δραπετσώνα
Δήμος της Αττικής, στην επαρχία Πειραιά, απέναντι από τη νησίδα Ψυττάλεια.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκαν εκεί πολλοί πρόσφυγες σε ξύλινες παράγκες, οι οποίες διατηρήθηκαν μέχρι και το 1968, οπότε αντικαταστάθηκαν από τις προσφυγικές πολυκατοικίες.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Κάτω κει στη Δραπετσώνα" (1940)
Στ., μουσ., ερμην. : Βαμβακάρης.
[πιθανόν από τη ρεματιά Ντράπε Τσώνα που έδωσαν στην περιοχή αρβανιτόφωνοι ναυτικοί της Σαναμίνας (αρβαν. Drape = ρέμα + Τσώνης : επώνυμο ντόπιου κτηματία].



Εϊ γκιουλέ ολσούν
Σε καλό να βγει.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Σεράχ" (1951)
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Μ. Νίνου

"κι όλες λεν Αλλάχ, Αλλάχ,
έι, γκιουλέ, ολσούν..."



Ειρκτή
1. Η φυλακή, κάθε τόπος καταδίκης ή ακούσιας κράτησης . 
2. Κάθε χώρος στον οποίο καταλήγει κανείς χωρίς να μπορεί να ξεφύγει.
3. Επίσης, κάθε ποινή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας για χρονικό διάστημα 5 έως 20 ετών, η κάθειρξη.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο καϋμός της φυλακής", (1933)
Στ.: Κ. Μακρής
Μουσ.: Γ. Καμβύσης
Ερμην.: Γ. Καμβύσης 

"...μα οι ένορκοι με δίκασαν ειρκτή
χρονάκια δέκα..."
[< είργω = περικλείω, φράζω].



Εν-Αρ-Ε (NRA) 
Αμερικάνικη οικονομική βοήθεια στους μετανάστες για την οικοσκευή τους.Ακούγεται στο τραγούδι:"... με το εν-αρ-ε, θα σου πάρω καναπέ..."[ΝRA (National Recovery Act = Πράξη Εθνικής Αποκατάστασης)]



Εσμέρ σεκερίμ
Μελαχρινή (μου) γλύκα




Ζαπιές, Ζαπτιές 
Χωροφύλακας ή αστυνομικός του παλαιού τουρκικού κράτους. 

Ακούγεται στο τραγούδι:"...Κανταρτζή - Γιάννης γυρίζει μες στο Φργκομαχαλάοι ζαπτιέδες τόνε βλέπαν, τρέμουνε, δεν του μιλάν..."
[τουρκ. zaptiye].



Ζαράρι
Η εσκεμμένη ζημιά, το κακό, η χασούρα. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"...Γιάννη, άλλαξε τα ζάρια, 
να μην έχομε ζαράρια..."
[Zarar (και hasar) = ζημιά, βλάβη, πλήγμα, στραπάτσο, χουνέρι, απώλεια, χάσιμο, χασούρα].



Ζαργάνα
Λεπτή, λυγερή και ευκίνητη γυναίκα (κυριολεκτικά: είδος ψαριού με στενό και μακρύ ρύγχος, με μήκος 40-80 εκατοστά και νόστιμο κρέας). 
[μεσαιων. ζαργάνη < πιθανόν, αρχ. σαργάνη].



Ζοριλίκι
Νταηλίκι, μαγκιά, τσαμπουκάς, εκδήλωση αποφασιστικότητας. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Πρέπει να ξέρεις μηχανή" (1934)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"...να ' σαι κουρνάζος κι έξυπνος κι όλο με ζοριλίκι..."
[τουρκ. Zorluk].



Ζορμπάς
Γενναίο παλλικάρι (που έρχεται σε σύγκρουση με τα αφεντικά, παίρνει τα όπλα του και ανεβαίνει στα βουνά), περήφανος, ανυπότακτος, ανεξάρτητος, εκδικητής, αντάρτης. Ομάδες Τούρκων που συγκρούονταν με την εξουσία, για να αποφύγουν την καταδίωξη, έπαιρναν τα βουνά και ονομάζονταν Ζορμπάδες. Οι Ζορμπάδες ήταν ο πονοκέφαλος της τουρκικής εξουσίας, παράγοντας αταξίας και ανησυχίας. [τουρκ. Zorba].



Ζορμπαλίκι
Oνομαζόταν ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής, κάτι σαν λαϊκό αντάρτικο. Μάλιστα στη συνείδηση των Τούρκων ταυτίζονταν με τους κλέφτες. [σύμφωνα με το τούρκικο λεξικό: Zorba: 
1. τύραννος, δεσπότης, καταπιεστής, δυνάστης, σατράπης
2. τραμπούκος, κέρατο βερνικωμένο, αντράκι 
3. βίαιος, δεσποτικός, καταπιεστικός, σατραπικός].



Ζούλα
1. Στα κρυφά, σε μια στιγμή εφησυχασμού, χαλάρωσης των άλλων. 
2. Καταφύγιο, κρυψώνας.

Ακούγεται στα τραγούδια:
"...Πέντε μάγκες στον Περαία
ζούλα κάνανε παρέα..."

"...Τη ζούλα μου ανακάλυψαν
και δεν θα μαστουριάσω..."



Ικιτέλι
Δίχορδος ταμπουράς.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Αλανιάρα μερακλού" (1930)
Συνθ.: Μιχαηλίδης 
Ερμην.: Ρόζα Εσκενάζυ

"...και χορεύω τσιφτετέλι, 
αχ, αμάν, αμάν, ικιτέλι..."
[τουρκ. iki ( = δύο) + tel (= σύρ΅α, χορδή)]




Καβουρμάς
1. Το τσιγαρισμένο κρέας που φτιάχνεται με κρεμμύδι και βούτυρο.
2. Κρέας που έχει καβουρντιστεί και φυλάσσεται σε λίπος, μέχρι να χρησιμοποιηθεί.
3. Σε μερικές περιπτώσεις καβουρμάς λέγεται και το ξεροψημένο, τραγανό, κουλούρι.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Καλαμαριά"
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.Γρ. Σουρμαΐδης.
Ερμην.: Ρ. Κουμιώτη.

"...Φωτιές πετάει ο γκασμάς
και στήνει μαχαλάδες,
μυρίζει πάλι ο καβουρμάς
να ζήσετε, κυράδες..."
[ τουρκ. kavurma, ρήμα: kavurmak ( kavurdum, στον αόρ. < καβουρδίζω)]



κασέλι: το φορητό κιβώτιο που χρησιμοποιούν οι λούστροι για τη μεταφορά των εργαλείων τους.

Ακούγεται στο τραγούδι:"Ο Μάρκος ο πολυτεχνίτης" (1937)
Στ., μουσ.: Περιστέρης 
Ερμηνεία: Βαμβακάρης, Καρύβαλη

"...Το βράδυ το κασέλι μου το τσάκωνα στα χέρια..."

[Από το ιταλικό cassa, cassela]




Καζαντίζω, Καζάντι, Καζάντια 
Προκόβω, βγάζω λεφτά, κερδίζω, κάνω περιουσία. 
Ακούγεται στο τραγούδι:
"Και ο μήνας έχει εννιά" (1958)Στ.: Γ. ΤζαβέλαςΜουσ.:Μ. Σουγιούλ
Ερμηνεία: Μ. Νίνου
"...μια ζωή την έχουμε κι αν δεν την γλεντήσουμετι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε..."
[τουρκ. Kazandim, αορ. του ρ. kazanmak].



Καλάμι
Το μαρκούτσι που χρησιμοποιούσαν σε αυτοσχέδιους ναργιλέδες.



Καλαμπαλίκι
Θόρυβος που προκαλείται από συγκεντρωμένο πλήθος, οχλαγωγία, χάβρα. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Μικρός αρραβωνιάστηκα" (1937)
Στ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

"...στο γάμο, μάγκα, να΄σουνα, να δεις καλαμπαλίκι
σα να΄ μουνα υπόδικος και περιμένω δίκη..."
[τουρκ. Kalabalik= πλήθος].



Καλάρω
Ρίχνω πετονιά, παραγάδι, δίχτυα κ.λπ.

Από το τραγούδι:
"Ψαροπούλα" (1946)
Στ., μουσ.: Παπαϊωάννου
Ερμηνεία:Στ. Περπινιάδης, Οδ. Μοσχονάς

"...όλοι καλάρουνε
μα δεν βγάζουν ψάρια..."




Καλντερίμι
1. Λιθόστρωτος δρόμος, συνήθως στενός, με ακανόνιστες στο σχήμα και τη μορφή πέτρες ή πλάκες. 
2. Μεταφορικά, η προσπάθεια της πόρνης να εξασφαλίσει πελάτη στο δρόμο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Κόκκινα φανάρια"
Στ.: Α. Γαλανός
Μουσ.: Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Πόλυ Πάνου

"...Του λιμανιού το καλντερίμι όσοι δε ζήσαν,
να που δεν ξέρουν τι 'ναι πόνος και καημός..."
[τουρκ. kaldιrιm].



Καλούμπα
O σπάγγος του χαρταετού, που είναι τυλιγμένος σε ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου, αλλά και ως προτροπή σε κάποιον (που πετάει αετό), αλλά και για να παρακινήσουμε κάποιον να συνεχίσει κάτι που άρχισε.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Στην Αμφιάλη" (1983)
Στ.: Ν. Γκάτσος
Μουσ.: Ξαρχάκος
Ερμηνεία: Μπίνης, Τσίγγος, Ματζόπουλος, Μαραγκόπουλος

"...Άλλη μια βραδιά στην Τρούμπα, 
αμολήσανε καλούμπα..."
[< ιταλ. ή βεν. caloma, caluma = επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού < υστ λατ. calauma < chalagma]



Κάμα, Καμίτσα 
Δίκοπο μαχαίρι, αιχμηρό."...Αν είσαι κουτσαβάκι, που΄ναι η καμίτσα σου..." 
[τουρκ. kama]



Καναβούρι
Το χασίσι.



Καντίνι
Άψογα, στην τρίχα. 
Η έκφραση προήλθε από το καντίνι του μπουζουκιού, την πιο υψίφωνη δηλαδή χορδή του, που συνήθως κουρδίζεται πρώτη από τις άλλες. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Απόψε κάνεις μπαμ" (1952)
Στ. -μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Νίνου.

"...κουρντίστηκες κυρά μου
στην πένα, στο καντίνι..."
[ιταλ. cantinι].



Κάνω ντου
1. Εισβάλλω σε κλειστό χώρο
2. Αιφνιδιάζω με την παρουσία μου
3. Ορμάω.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Θα κάνω ντου, βρε πονηρή" (1954)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Μπίνης, Νίνου

"...θα κάνω ντου, βρε πονηρή,
στα στέκια που αράζεις..."



Κάνω την κυρία
Προσποιούμαι τον ανήξερο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Οι Λαχανάδες" (1934)
στ., μουσσ.: Παπάζογλου
ερμηνεία: Παπάζογλου, Εσκενάζυ

"...κάτω στα Λεμονάδικα έγινε φασαρία
δυο λαχανάδες πιάσανε
που κάναν την κυρία..."


Καπάνταης, Καμπάνταης 
O αρχηγός των νταήδων. Συνήθως είχε και δική του περιοχή επιρροής, σε μία γειτονιά, με άσχημα αποτελέσματα αν κάποιος άλλος διεκδικούσε τμήμα της ή και ολόκληρη την περιοχή. 
[τουρκ. kabadayi].



Κάπελας
Ταβερνιάρης.

"...κάπελα καταραμένε, μη νερώνεις το καλό
γιατί με το νερωμένο δε ζαλίζω το μυαλό..."
[αρχ. κάπηλος, αρχική σημασία: "μικρέμπορος", "οινοπώλης", από όπου και το "καπηλειό". Αργότερα πήρε τη σημασία του αδίστακτου εκμεταλλευτή κ.λ.π.]



Καπετανάκης
Oνομαστός για τη σκληρότητά του διευθυντής των φυλακών της Παλαιάς Στρατώνας, στο Μοναστηράκι, επί της εποχής του Βενιζέλου. Παρέμεινε σ' αυτή τη θέση έως το 1920.



Καραβάς
Τοπωνύμιο που απαντά σε πολλές περιοχές. 
Ο Χρυσίνης το αναφέρει για τον ομώνυμο παραδοσιακό οικισμό στα Κύθηρα,
στο τραγούδι: "Στον ποταμό τα ρούχα μου" (1937)
Στ., μουσ: Χρυσίνης
Ερμην.: Ρ. Αμπατζή.

""...Στον Ποταμό τα ρούχα μου
στη Χώρα τ' άρματά μου
και στον ωραίο Καραβά
η αγαπητικιά μου..."




Καρακόλι
Χωροφύλακας. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο μπάρμπας μου ο Παναγής"
Στ., μουσ.:Ευτ. Παπαγιαννοπούλου - Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτας

"...Είχε σκοτώσει τζαντερμά
όταν περνούσε κατσιρμά
μπροστά απ' το καρακόλι..."
[τουρκ. karakolι < βεν. caraguol].



Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο
Aκρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, όπου βρισκόταν η αρχαία Θέρμη του 7ου π.Χ. αιώνα και το βυζαντινό λιμάνι Κελλάριον, αργότερα.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Μπαξέ τσιφλίκι" (1946)
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.

"...Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι..."



Καραπιπερίμ
Μαύρο πιπέρι.



Καράρι
Η κανονική ποσότητα, η σωστή δόση και αναλογία, το ταιριαστό, το πρέπον, το κανονικό.

"...Τι σε μέλλει εσένανε το σαλβάρι μου
για στενό μου, για φαρδύ μου, για καράρι μου..."
[τουρκ. karar=απόφαση]



Καρδάρας Στέλιος
Πατριώτης, συνελήφθη στον Αϊ-Γιάννη το Ρέντη από τους γερμανοτσολιάδες και σκοτώθηκε στον Άγιο Διονύση, στον Πειραιά, το '43, σε ηλικία 19 χρονών. Τον έκλαψε όλη η Κοκκινιά.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Στέλιος Καρδάρας" (1944)
Στ. - μουσ.: Μ. Γενίτσαρης

"...άδικα τον σκοτώσανε σαν να ' τανε κατάρα
το πιο καλύτερο παιδί, το Στέλιο τον Καρδάρα..."



Κάρμεν
Κινηματογραφική ταινία του 1938, σε μουσική του Ισπανού συνθέτη Μostozo που σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στην οποία πρωταγωνιστούσε η τραγουδίστρια Ιμπέριο Αρζεντίνα, στο ρόλο της "Κάρμεν".
Διεθνές σουξέ της Ιμπέριο Αρζεντίνα έγινε το τραγούδι «Αντώνιο Βάργκας Χερέδια» από αυτή την ταινία.
Ένα χρόνο μετά, το ΄39, γράφτηκε το τραγούδι "Ο Αντώνης ο βαρκάρης" επηρεασμένο από την επιτυχία αυτή.
Ο Mostozo ζητούσε πνευματικά δικαιώματα και έτρεχε τους συντελεστές του τραγουδιού αυτού στα δικαστήρια, αλλά την υπόθεση δεν την κέρδισε, τελικά.
Μάλιστα, οι Περιστέρης και Μάτσας πρωτοτύπησαν στην εκδοχή του Antonio, με το τραγούδι "Η Κάρμεν στην Αθήνα", έτσι που να μη μπορεί να τους πει τίποτε κανένας Ισπανός, μια και η Κάρμεν - σύμφωνα με τη δική τους εκδοχή - έρχεται στην Αθήνα για να πάρει την κληρονομιά του νεκρού ταυρομάχου Antonio, αλλά ...συναντά μπροστά της ολοζώντανο τον Αντώνη το βαρκάρη, ο οποίος της ομολογεί πως έκανε το ψευτοθύμα...

Ακούγεται στα τραγούδια: "Ο Αντώνης ο βαρκάρης", 1939
Στ., μουσ.: Περιστέρης
Ερμην.: Στ. Περπινιάδης

και "Η Κάρμεν στην Αθήνα", 1939
Στ., μουσ: Περιστέρης
Ερμην.: Βαμβακάρης, Παγιουμτζής.



Κάρντιφ
Πρωτεύουσα της Ουαλίας και η μεγαλύτερη πόλη της. 
Βρίσκεται στα νότια της χώρας.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Θερμαστής", 1934
Στ., μουσ., ερμην: Γ. Μπάτης.

"...Κάργα ρασκέτα ωχ! και λοστό 
τον Μπέη να περάσω 
και μες στου Κάρντιφ τα νερά 
εκεί να πα ν' αράξω..."



Καρούζο Ενρίκο
Διάσημος Ιταλός τενόρος, (1873-1921).



Καρτούτσο
Δοχείο κρασιού που χωράει ποσότητα ίση με το 1/4 του κιλού. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Μονά ζυγά τα χάνουμε"(1973)
Στ.: Γ. Καλαμαριώτη
Μουσ.: Γ. Μητσάκη
Ερμηνεία: Ρ. Κουμιώτη

"...Σ' ένα στενό στην Κοκκινιά
στενάζει η φτωχογειτονιά
καρτούτσο ξεροσφύρι..."
[πιθανόν από το ιταλ. quartuccio < λατιν. quartum = τέταρτο].



Καρφωτήδες
Προδότες, ρουφιάνοι.



Κασαβέτι
Λύπη, στενοχώρια.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι «Σαν πουλί πετώ»

"...Ούζο μαύρο και ρετσίνα πίνω και μεθώ
ό,τι κι αν μου λένε το γυρίζω στο τρελό
κι έτσι φεύγουνε τα ντέρτια 
κι όλα τα κασαβέτια..."
[τουρκ.λ. kasavet = θλίψη]



Κασαδόρος
Διαρρήκτης χρηματοκιβωτίου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο Νικοκλάκιας" (1933)
Στ: Β. Παπάζογλου
Μουσ.: Β. Παπάζογλου
Ερμην.: Αγ. Ιακωβίδης

«….λένε πως ο Νικοκλάκιας
πριν να γίνει κοχλαράκιας
ήτανε κι αυτός μαγγιόρος
τουφατζής και κασαδόρος…»
[ιταλ. cassa].



Κασμάς και Γκασμάς 
Εργαλείο για σκάψιμο σε σκληρό έδαφος, με ξύλινο στέλεχος και σιδερένια κεφαλή, η ο οποία έχει μια τρύπα στη μέση, όπου μπαίνει το στέλεχος, και της οποίας το ένα άκρο είναι αιχμηρό και το άλλο πλατύ.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Καλαμαριά"
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Γρ. Σουρμαΐδης.
Ερμην.: Ρ. Κουμιώτη.

"...Φωτιές πετάει ο γκασμάς
και στήνει μαχαλάδες..."
[τουρκ. kazma].



Καστιγκάρι
Εξελληνισμένο και με παραφθορά το διαβόητο Καστλ Γκάρντεν (Castle Garden) , το κτηριακό συγκρότημα στο Έλις Άϊλαντ, νησάκι στην είσοδο του λιμανιού της Νέας Υόρκης.
Εκεί ήταν το σημείο υποδοχής και ταυτόχρονα λοιμοκαθαρτήριο για τους των μετανάστες μας.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο μπαρμπα-Γιώργος στο Καστιγκάρι", 1927



Κασόμπρα
Η τιποτένια, η άσχημη, η χαμηλής νοημοσύνης, η κακοντυμένη και με κακούς τρόπους γυναίκα.

Ακούγεται στο τραγούδι: " Τουμπελέκι -τουμπελέκι" (1931).
Στ., μουσ. και ερμην. : Κ. Μπέζος

"...Βρε, ποια κυρία, ποια κουρέλω, βρε ποια κασόμπρα του συρμού..."




Καταπινάρι
O φάρυγγας, μέσω του οποίου η τροφή κατεβαίνει στο στομάχι.
Κατ' επέκταση, το λαρύγγι, οι φωνητικές ικανότητες ενός ανθρώπου.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ντερμπεντέρισσα" (1935)
Στ.: Μ. Τσάμα - μουσ.: Μ. Θεοδώρου
Ερμην.: Γ. Μηττάκη

Ως προσφώνηση: "...Γεια σου, Γεωργία, να χαρώ το καταπινάρι σου..."
[από το ρ. καταπίνω < καταπιόνας < καταπινάρι]



Κατσαμάκια
Καμώματα, νάζια, υπεκφυγές, προφάσεις.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Η Κούλα" (1929)
Στ. - μουσ. : Κ. Μισαηλίδης
Ερμην.: Νταλγκάς.

"...Άχου ρε Κούλα, χασικλού, άσε τα κατσαμάκια
τρέξε κοντά μου γρήγορα και δωσ' μου δυο φιλάκια..."
[< τούρκ.: kacamak = υπεκφυγή, νάζι]




Κατσάρι(α)
Τα παλιά παπούτσια που χρησιμοποιούνταν αντί για παντόφλες. 
Επίσης, οι πλαστικές σαγιονάρες.
Αλλά, και τα παπούτσια τα κομμένα με το σουγιά για να αντικαταστήσουν τις παντόφλες (σύμφωνα με τον Πικρό)

Ακούγεται στο τραγούδι: "Καλαμαριά"
Στ.: Γ. Καλαμαριώτης
Μουσ.: Γρ. Σουρμαΐδης
Ερμην:Ρ. Κουμιώτη

"...στο χιόνι λάσπη και βροχή
το τρύπιο μας κατσάρι..."
[ίσως από το "κατσός" = ζαρωμένος, επειδή ήταν ζαρωμένα, μισοχαλασμένα]




Κατσιβέλα
Γύφτισσα.
[ιταλ. cattivelo=σκλάβος, δυστυχής]



Κατσιρμάς
1. Λαθρεμπόριο.
2. Τα καπνά που τα μετέφεραν λαθραία, τότε που υπήρχε κρατικό μονοπώλιο στον καπνό.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο μπάρμπας μου ο Παναγής"
Στ. - μουσ.: Ευτ. Παπαγιαννοπούλου - Γ. Στεφανάκη
Ερμην.: Μιχ. Ζαμπέτας

"...είχε σκοτώσει τσαντιρμά 
όταν περνούσε κατσιρμά 
μπροστά από καρακόλι..."
[από την τουρκική λέξη kaΗirma=λαθρεμπόριο]



Καψούρης, Καψούρα 
Ερωτευμένος με πάθος και συνήθως χωρίς ανταπόκριση, παθιασμένος με κάτι.



Κελεπτσές
Χειροπέδες.

(«…Τα χέρια μου στον κελεπτσέ 
κι ο νους μου στην αγάπη
άτιμε Καπετανάκη…»)
[τουρκ. kelepηe].



Κεμετζές
Η ποντιακή λύρα. [τουρκ. Kemence < περσ. keman "δοξάρι"].



Κένταυροι
Ήταν το όνομα της 131ης μεραρχίας αρμάτων του Ιταλικού στρατού, που ήταν ενισχυμένη σε πεζικό με τάγματα Αλβανών και Μελανοχιτώνων και είχε την υποστήριξη από βαρύ πυροβολικό και αεροπορικές δυνάμεις. Παρά την υπεροχή πυρός που είχαν οι Ιταλοί Κένταυροι όμως, γνώρισαν την ήττα από τους Έλληνες στις μάχες που έγιναν στο Καλπάκι, τις πρώτες μέρες της ιταλικής εισβολής στην Αλβανία. Στο Καλπάκι πρωτακούστηκε και η περίφημη πολεμική ιαχή “αέρα” των Ελλήνων φαντάρων.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Τους Κενταύρους δε φοβάμαι" (1940)
Στ.: Δ. Αρμπατζόγλου
Μουσ. και ερμηνεία: Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)

"...αγκαλιά μ' αυτή κοιμάμαι
τους Κενταύρους δε φοβάμαι..."



Κεπούρα Ζαν
Διάσημος βαθύφωνος της Σκάλας Mιλάνου.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί" (1935)
Στ., μουσ και ερμηνεία: Βαμβακάρης

"...κι ο Ζαν Κεπούρα στη γωνιά
θα παίζει το μπουζούκι..."




Κερχανάς
Μπορντέλο.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο μπάρμπας μου ο Παναγής"
Ευτ. Παπαγιαννοπούλου - Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτας

"...Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
Ο κερχανάς να κλείσει..."



Κεσάτι 
Η αναδουλειά, η πτώση της εμπορικής κίνησης και δραστηριότητας
[τουρκ. λ. Kesat]



Κιμπάρης
Άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, ντόμπρος και αξιοπρεπής. Επίσης, αυτός που είναι ντυμένος με ρούχα ακριβά, κομψά και διακριτικά.
[τουρκ. kibar].



Κισμέτ
Η μοίρα, το πεπρωμένο, ως αναφορά στη μουσουλμανική κοσμοθεωρία και στην ανατολίτικη μοιρολατρία. 

Ακούγεται στο τραγούδι: " Ήταν κισμέτ" (1948)
Στ., μουσ.: Καλφόπουλος
Ερμην.: Χασκίλ - Περπινιάδης.
[τουρκ. kιsmet < αραβ. qismah = μερίδιο, μοίρα].



Κιτάπια
1. Τα κατάστιχα 
2. Τα εμπορικά ή λογιστικά βιβλία 
3. (Ενίοτε, ειρωνικά) οι σημειώσεις, τα χαρτιά. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο μπάρμπας μου ο Παναγής"
Στ. - μουσ. Ευτ. Παπαγιαννοπούλου - Γ. Στεφανάκη
Ερμηνεία: Μιχ. Ζαμπέτα

"...μα σβήστηκε ο Παναής
απ' τα κιτάπια της ζωής
ας έχει σχώριο η ψυχή του..."
[τουρκ.kitap].



Κιόρογλου
1. Όνομα του Καππαδόκη ήρωα της μεγαλύτερης τουρκικής εποποιΐας "Κιόρογλου Ντεστανή" και σημαίνει "ο γιος του τυφλού". 
2. Σε ένα δεύτερο επίπεδο "ο γιος του άπιστου", του κιαφίρ, του γκιαούρη, δηλαδή του άπιστου χριστιανού που παντρεύτηκε μια μουσουλμάνα (κάτι ανάλογο με το Διγενή Ακρίτα, Καππαδόκη ήρωα της δικής μας εποποιΐας, γιο ενός μουσουλμάνου που παντρεύτηκε μια χριστιανή). 

Ο Κιόρογλου ήταν ένας λαϊκός ληστής, ένας επαναστάτης που σε όλη του τη ζωή πάλεψε ενάντια στους Οθωμανούς τοπάρχες, στο Σουλτάνο και στις αυθαιρεσίες τους. Το ίδιο όμως και ο Διγενής Ακρίτας: σύμμαχος με όσους στήριξαν τη φιλολαϊκή πολιτική των Ισαύρων, υπέρ της απελευθέρωσης των δουλοπάροικων, υπέρ του αντι-φεουδαρχικού συστήματος του Βυζαντίου κ.λ.π. Και οι δυο τους φέρουν με περηφάνια τα προσωνύμια της διπλής θρησκευτικής καταγωγής τους... Φαίνεται μάλλον πως και οι δυο τους είναι ένας και ο αυτός ήρωας και πως ο Κιόρογλου είναι μετεξέλιξη του Διγενή. Το τραγούδι του Κιόρογλου χορεύεται κιόλας, στην Τουρκία έχει "δημιουργηθεί" και χορός με αυτό το όνομα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Το σαλβάρι του Κιόρογλου" (1932)
Στ., μουσ.: Στ. Παντελίδης
Ερμηνεία: Μαρίκα Πολίτισσα

"...Παίξτε μου, για να χορέψω, παίξτε βρε βιολιά
αμάν, παίξτε τα βιολιά
Κιόρογλου για να χορέψω παίξτε βρε παιδιά
παίξτε τα, παιδιά..."



Κλωστηρού
Η εργάτρια σε εργοστάσιο κατασκευής νημάτων, σε νηματουργείο. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Κλωστηρού" (1934)
Στ., μουσ., ερμην.: Βαμβακάρης

"...μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου,
αχ, μαυρομάτα μου, τσαχπίνα κλωστηρού μου..."
[ρήμα "κλώθω"].



Κογιονάρω
Κοροϊδεύω, εμπαίζω, ειρωνεύομαι. [βενετ. cogionar].



Κοζάρω
1. Κοιτάζω κάποιον ή κάτι προσεκτικά, βλέπω, διακρίνω, μπανίζω.
2. Το προσεκτικό κοίταγμα (κυρίως στη φράση "κάνω κόζι ή παίρνω κόζι" = παρακολουθώ, παίρνω μάτι, μπανίζω). 
3. Στη χαρτοπαιξία, το ισχυρό φύλλο που νικάει τα υπόλοιπα. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Είσαι φάντης" (1936)
Στ., μουσ.: Γρ. Ασίκης
Ερμηνεία: Αμπατζή

"...Ε, ρε κι εγώ πού διάλεξα εσένα τον μπερμπάντη
και μου ξηγιέσαι πονηρά, σε κόζαρα..."
[τουρκ. koz].



Κόζιακας
Ο Θωμάς Πάλλας (1917-1949), από τους πρωτεργάτες και από τα σημαντικότερα στελέχη της Εθνικής Αντίστασης στη Θεσσαλία, αλλά και πανελλαδικά.
Εκτελέστηκε το 1949, στην πιο άγρια φάση του Εμφυλίου πολέμου.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Κόζιακας"
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης

"...κατέβηκε κι ο Κόζιακας, ψηλά από το βουνό
παρέλαση να κάνει με το Ευζωνικό..."




Κοκκινιά
Συνοικία του Δήμου Πειραιά, με ένα τμήμα της, την παλιά Κοκκινιά να ανήκει στο Δήμο Πειραιά και τη Νέα στο Δήμο Νίκαιας.
Είναι βέβαια η Κοκκινιά, η συνοικία της Προσφυγιάς και της Αντίστασης, που τραγουδήθηκε και ενέπνευσε ποιητές, στιχουργούς και συνθέτες.

Γνωστή από πολλά τραγούδια, όπως:
"Το κουκλί της Κοκκινιάς", του Τούντα,
"Σε διώξαν απ' την Κοκκινιά", του Τσιτσάνη,
"Στέλιος Καρδάρας", Γενίτσαρη,
"Πέτρα, πέτρα", Καλδάρα - Πυθαγόρα. 
[Το όνομά της από το αργιλώδες, κόκκινο χρώμα του εδάφους της].



Κολαουζέρης
O επιτηρητής, ο καθοδηγητής των δυτών. 

Από παραδοσιακό τραγούδι
Ερμηνεύει ο Περδικόπουλος

"...μέτρα, κολαουζέρη μου, καλά τα μανταρόλια
γιατί βουτώ στη θάλασσα σαράντα πέντε χρόνια..."
[τουρκ. Kilavuz].



Κολντεμίρι
Η αμπάρα.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Τουρκολιμανιώτισσα" (1935)
Στ., μουσ.: Τούντας
Ερμηνεία: Αμπατζή

"...στην πόρτα σου, μανίτσα μου, μη βάζεις κολντεμίρι
κι άφησε απέξω το κλειδί..."
[από το τουρκ. kol = βραχίονας κ.λ.π. και το ντεμίρι, σίδερο].



Κολτσίνα ή κοντσίνα ή κολιτσίνα 
Από τα πιο απλά και «αθώα» παιγνίδια της τράπουλας, βασιλιάς των ανά την επικράτεια καφενείων! Το παιγνίδι είναι μάλλον Ρώσικης προέλευσης. Παίζεται με όλα τα φύλλα της τράπουλας, συμμετέχουν δυο ή τέσσερις παίχτες και στην πιο απλή μορφή του οι πόντοι που προσπαθεί να συγκεντρώσει κάθε παίχτης είναι πέντε. Δυο παίρνει όποιος έχει πάνω από είκοσι έξι φύλλα, ένα πόντο όποιος έχει τα περισσότερα σπαθιά, ένα πόντο όποιος έχει το δύο σπαθί και ένα πόντο o κάτοχος του δέκα καρώ. 

Ακούγεται στο τραγούδι: "Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι" (1929)
Στ. - μουσ.: Ζάππας
Ερμην.: Κατσαρός (Θεολογίτης)

"...Παίζω πόκα, παίζω πινόκλι 
παίζω κοντσίνα, τριόμφο, φαραώ..."
[από το βενετ. concina].



Κομισέρης
Αξίωμα στο οθωμανικό αστυνομικό σώμα στις αρχές του 20ού αιώνα, ο επιθεωρητής της αστυνομίας, ο εντεταλμένος, ο επίτροπος. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Η Έλλη θέλει σκότωμα" (1925)
Παραδοσιακό
Ερμηνεία: Γ. Βιδάλης

"...Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι, γιατί άφησε τον άντρα της και πήρε κομισέρη..."
[λατιν. commissarius < committo = συμβάλλω, συνάπτω].



Κονδύλης Γεώργιος
(1879 - 1936), στρατιωτικός και πολιτικός συμμετείχε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, στις επιχειρήσεις του Μακεδονικού μετώπου και στη Μικρασιατική εκστρατεία.
Ίδρυσε το "Εθνικό Δημοκρατικό κόμμα" το οποίο μετονόμασε σε "Εθνικό Ριζοσπαστικό κόμμα" και εξελέγη δυο φορές πρωθυπουργός, το 1926 και το 1935, επαναφέροντας τη Μοναρχία.
Πέθανε ξαφνικά από ανακοπή καρδιάς το 1936.

Ακούγεται στο τραγούδι: "O Μάρκος υπουργός", (1935)
Στ., μουσ, ερμην. : Μ. Βαμβακάρης

"...Πάει ο Κονδύλης μας, 
πάει κι ο Βενιζέλος..."



Κόνιαλης
1. Κάτοικος του Ικονίου (Κόνια, στα τουρκικά). 
2. Χορός των τουρκόφωνων Ρωμιών του Ικονίου. Πολλοί ταβερνιάρηδες του Γαλατά ήταν Κονιαλήδες και τον χόρευαν.

Από το τραγούδι: "Κόνιαλης", 1933
Στ., μουσ.: Δραγάτσης
Ερμην.: Εσκενάζυ.



Κονιόρος
Ο ξύπνιος, ο μάγκας.

Ακούγεται σε μια παραλλαγή της "Μόρτισσας χασικλού" (1933)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Βαμβακάρης.

"...ποτέ σου δε λογάριασες 
νταήδες και μαγκιόρους
ούτε τους μαχαλόμαγκες
που κάνουν τους κονιόρους..."
[Ιταλικής προέλευσης, από το ρήμα coniare = μηχανεύομαι, επινοώ, εφευρίσκω < λατιν. cognosco = γνωρίζω, ερευνώ, εξετάζω].



Κόνξες
1. Νάζια, πείσματα.
2. Αντιδραστική ενέργεια ή συμπεριφορά, καπρίτσιο, ιδιοτροπία, παραξενιά.
3. Υπαναχώρηση σε κάτι, το οποίο είχα υποσχεθεί ή το οποίο είχα συμφωνήσει.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο πασατέμπος" (1939)
Στ: Γ. Γιαννακόπουλου, μουσ. : Χιώτη
Ερμην.: Κασιμάτης, Εσκενάζυ.

"...γιατί γυρεύεις κόνξες σ' άλλονε να κάνεις..."
[παλ. σημ. : για μηχανή αυτοκινήτου που δεν παίρνει μπρος < αγγλ. conks ("car conks out" )=σβήνει, δεν παίρνει μπρος η μηχανή του αυτοκινήτου]



Κοντζαγάκι
Τοποθεσία στα περίχωρα της Σμύρνης.
Ακούγεται στο τραγούδι: "Σμύρνη με τα περίχωρα" (1930)
Στ., μουσ. : Παντελίδης
Ερμην. : Γ. Μυττάκη 

"...Κοντζαγάκι, πως να ξεχάσω τις δροσιές 
και τ' όμορφο νεράκι..."



Κοντραμπατζής
Λαθρέμπορος. 

Κοντραπάντο ή κοντραμπάντο (λέξη λατινικής καταγωγής) σημαίνει λαθραίο εμπόριο, λαθρεμπόριο (και μεταφορικά: τέχνασμα, απάτη). 
Ακούγεται στο τραγούδι:
"Κοντραμπατζήδες" (1935)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Ρούκουνας

"...κοντραμπατζήδες έξι επτά
μέσα σ΄ένα καΐκι..."
[< λατιν. contrabbannum < contra + bannum = διάταγμα, ψήφισμα].



Κορδελιό
Παραλιακή κωμόπολη της Μ. Ασίας, 13 χλμ. από τη Σμύρνη.
Σε ανάμνηση της περιοχής αυτής, ιδρύθηκε ο προσφυγικός συνοικισμός Νέο Κορδελιό.

Ακούγεται στην "Κορδελιώτισσα" , παραδοσιακό τραγούδι, ηχογραφήθηκε το 1916 με το Μ. Λυμπερόπουλο και 
στην "Κορδελιώτισσα" (1960)
Στ., μουσ. : Βαμβακάρης
Ερμην. : Βαμβακάρης, Αντζ. Γκρέκα.



Κορτάκιας, κορτάκηδες
Αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς.

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Πέντε μάγκες στον Περαία" (1936)
Στ, μουσ.: Γ. Τσαούς
Ερμηνεία: Καλυβόπουλος

"...νόμιζες πως έχεις 
τίποτα κορτάκηδες
μήτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες..."
[ιταλ. corte = αυλή παλατιού < λατιν. cohors. Αρχική έννοια: φέρομαι ευγενικά, όπως αρμόζει σε αυλικούς].



Κουβέρτα
Στη ναυτική ορολογία, το κατάστρωμα του πλοίου.
Γενικά, μια συνεχής οριζόντια επιφάνεια που μπορεί να εκτείνεται σε όλο το μήκος του πλοίου ή να περιορίζεται σε μέρος αυτού.

Ακούγεται στο τραγούδι: «Βάρκα μου μπογιατισμένη»(1973)
Στ. - μουσ. - ερμην.: Μουφλουζέλης

"...και ζεϊμπεκάκι πα' στην κουβέρτα..."



Κουκλουτζάς
Χωριό στα περίχωρα της Σμύρνης με καθαρά ελληνικό πληθυσμό από το 19ο αιώνα.

Ακούγεται στο παραδοσιακό τραγούδι: "Παποράκι του Μπουρνόβα"

"...πόσα τάλιρα γυρεύεις
να με πας στον Κουκλουτζά ..."

[κουκλουτζά: τούρκ. προέλευσης λέξη = μυρωδιά.
Οι καταγόμενοι από τον Κουκλουτζά Μικρασιάτες πρόσφυγες που μετεγκαταστάθηκαν στη θεσσαλονίκη μετά τη μικρασιατική καταστροφή, μετονόμασαν την περιοχή αυτή από "Κουκλουτζά" σε "Εύοσμο".]



Κουλαντρίζω
Χειρίζομαι επιδέξια, χρησιμοποιώ, καταφέρνω κάτι, τα βγάζω πέρα, "τα ρίχνω" σε κάποιον ή κάποια. 

"άδικα με κουλαντρίζεις 
μπαρμπεράκι μου χρυσό..."
[τουρκ. kullandi, kullanmak= χρησιμοποιώ, οδηγώ].



Κούλουρη
Η Σαλαμίνα.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Από την Κούλουρη ως τον Περαία ", 1950.
Στ., μουσ.: Τσιτσάνης
Ερμην.: Μοσχονάς, Καλλέργης.



Κουμπές
Τρούλος, θόλος εκκλησίας ή αρχοντικού. 

«...Απεφάσισα να γίνω στην Αγια- Σοφιά κουμπές
να΄ ρχονται να προσκυνούνε Τουρκοπούλες και Ρωμιές…»
[τουρκ. kubbe < από τα αραβ.].



Κουμπουριά
Η πιστολιά



Κουμπούρας
Αυτός που κρατά κουμπούρα, δηλαδή πιστόλι παλιού τύπου.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο κουμπούρας απ' τη Βάθη", 1920
Παραδοσιακό, στο όνομα του Σπ. Στάμου.
Ερμην: Μ. Παπαγκίκα.
[ τουρκ. kubur, ελλην. αντιδάνειο < από το κουμπί, μια και έβαζαν το πιστόλι σε κουμπωτό περιστήθιο]



Κουνελάκη
Ύψωμα στη Δραπετσώνα.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Πέντε μάγκες στον Περαία" (1935)
Στ., μουσ. : Γ. Τσαούς
Ερμην. : Αντ. Καλυβόπουλος.

"...Πάμε ’κει στου Κουνελάκη
έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε
να μην πάμε στον τεκέ..."



Κουρμπέτι
Η σκληρή, η δύσκολη, γεμάτη βάσανα ζωή, ο αγώνας για τη βιοπάλη. 
Επίσης, η ζωή της πιάτσας, της μαγκιάς.
Ζω στο κουρμπέτι = έχω ψηθεί στη βιοπάλη, έχω μεγάλη πείρα από τις δυσκολίες της ζωής.
[Από το τούρκικο (και προγενέστερο αυτού αραβικό) gurbet = ξενιτειά.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά" (1937)
Στ., μουσ. και ερμην.: Μ. Βαμβακάρης.

"...Όλοι οι κουτσαβάκηδες που ζούνε στο κουρμπέτι..."



Κουρνάζος
Ξύπνιος, ανοιχτομάτης, πονηρός, κατεργάρης. 

Από το τραγούδι:
"Πρέπει να ξέρεις μηχανή (1934)
στ. - μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης

"...να' σαι κουρνάζος κι έξυπνος
κι όλο με ζοριλίκι..."
[τουρκ. kurnaz = ατσίδα, τσακάλι].



Κουρντίζομαι
Στολίζομαι, ετοιμάζομαι. 

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Απόψε κάνεις μπαμ" (1952)
Στ. - μουσ. Τσιτσάνης
Ερμηνεία: Τσιτσάνης, Νίνου.

"...κουρντίστηκες κυρά μου 
στην πένα, στο καντίνι..."
[λατιν. corda < αρχ. χορδή].



Κουσαντιανή
Η καταγόμενη από το Κους Αντασί, τοπωνύμιο παραλιακής περιοχής κοντά στην Έφεσο.



Κουσουμάρω
1. χρησιμοποιώ κάτι με επιτυχία, χειρίζομαι. 
2. επιδεικνύω, μοστράρω.
3. φέρομαι, συμπεριφέρομαι.

Ακούγεται στα τραγούδια:
"Βρε μάγκα το μαχαίρι σου" (1936)
Στ., μουσ. και ερμηνεία: Δελιάς

"...Βρε μάγκα το μαχαίρι σου
για να το κουσουμάρεις
πρέπει να έχεις την ψυχή
καρδιά για να το βγάλεις..."

Και στο τραγούδι:
"Τραγιάσκες" (1933)
Στ., μουσ., ερμηνεία: Βαμβακάρης.

"...και οι γκόμενες αντρίκια κουσουμάρουν
και με μάγκες τρέχουνε για να φουμάρουν..."




Κουταλιανός
Ο Παναγής Κουταλιανός (1847-1916) ήταν πρωταθλητής στην άρση βαρών και παλαιστής. 
Είχε μεγάλη μυϊκή δύναμη και αθλητικό παράστημα. Δούλευε αρχικά ναύτης σε εμπορικά καράβια και, αργότερα, έγινε επαγγελματίας αθλητής. 
Το διάστημα 1882-1892 που βρισκόταν στην Αμερική, νίκησε πολλές φορές σε αγώνες πάλης και άρσης βαρών.
Το όνομα του Κουταλιανού έγινε θρυλικό.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Ο Κουταλιανός"
Στ.: Α. Δασκαλόπουλου - μουσ.: Ν. Μαυρουδή
Ερμην.: Γ. Μουφλουζέλης.

"...Ο Παναής Κουταλιανός δεν είναι αιμοβόρος
μα τρώει κάστρο άμα θες και καταπίνει όρος..."
[Το όνομα "Κουταλιανός" το πήρε από την ιδιαίτερη του πατρίδα, το νησί Κούταλη της Προποντίδας].



Κουτούκι
1. Μικρή λαϊκή ταβέρνα. 
2. Ξύλα από σκίνα, οι ρίζες των σκίνων.
3. Aυτός που δεν βλέπει από το μεθύσι.
[ τουρκ. Kutuk= κούτσουρο].



Κουτσαβάκι, Κουτσαβάκης 
Λαϊκός μάγκας των αρχών του 20ού αιώνα, κυρίως στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο και τρόπους που μιμούνται τους παλιούς νταήδες της εποχής. Με την πάροδο των χρόνων, οι παλιοί νταήδες κατηγορήθηκαν από την κατεστημένη τάξη για εσκεμμένη επίδειξη δύναμης (η οποία ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να ήταν και πραγματική), με αποτέλεσμα η λέξη να αποκτήσει γενικά την έννοια του ψευτοπαληκαρά, αυτού που κάνει επίδειξη δύναμης χωρίς λόγο.
Η ονομασία οφείλεται στον Κουτσαβάκη, υπαρκτό πρόσωπο, γνωστό μάγκα του 19ου αιώνα. Στο λαϊκό τραγούδι η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του ψευτοπαληκαρά, του νταή. Ο Μάρκος, όμως, στο "Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά" τη χρησιμοποιεί θετικά. Άγνωστης ετυμολογίας η λέξη.

Από το τραγούδι:
"Αν ήμουν άντρας" (1933)
Στ. - μουσ.: Παπάζογλου
Ερμηνεία: Κ. Χωματοπούλου - Χωματιανού

"...πάντα θε να φερνόμουνα σαν φίνο κουτσαβάκι
στο χέρι μου θα κράταγα με φούντα μπεγλεράκι..."



Κουτσουκάρι ή Κουτσικάρι
O σημερινός Κορυδαλλός.
Από το όνομα του Γεωργίου Κουτσικάρη, ο οποίος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας είχε ένα μεγάλο τσιφλίκι στην περιοχή.

Από το τραγούδι: "Για μια Κουτσουκαριώτισσα" (1938)
Στ. μουσ. : Δ. Γκόγκος (Μπαγιαντέρας)
Ερμην. : Παγιουμτζής, Περπινιάδης.



Κούτσουρα του Δαλαμάγκα
Ταβέρνα στη Θεσσαλονίκη. 
Είχε το όνομα του ιδιοκτήτη της, Γιώργου Δαλαμάγκα, και λειτούργησε από το 1936 και για 10 χρόνια. 
Στην Κατοχή ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και Γιάννης Παπαϊωάννου δούλευαν σε αυτήν την ταβέρνα.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Μπαχτσέ τσιφλίκι" (1946)
Στ., μουσ. : Τσιτσάνης.
Ερμην. : Τσιτσάνης, Παγιουμτζής.



Κούφιο
1. Περίστροφο, όπλο.
2. Για ανθρώπους: κάποιος χωρίς αξία, άδειος, χωρίς πνευματικές ανησυχίες).

"...το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του
γι΄αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του..."



Κοχλαράκιας
O πρεζάκιας που παίρνει τη δόση του με ένεση χρησιμοποιώντας κουτάλι (κοχλάρι = κουτάλι).

Ακούγεται στο τραγούδι:
"Ο κοχλαράκιας" (1935)
στ.: Γ. Βιτάλης
Μουσ.: Β. Μεσολογγίτης
Ερμηνεία: Β. Μεσολογγίτης

"...Τι σας νοιάζει αν έγινα πρεζάκιας
Και γυρίζω στους δρόμους κοχλαράκιας..."




Κρατάω τσίλιες
Παραφυλάω μήπως παρουσιαστεί αστυνομικό ή άλλο εποπτικό όργανο, την ώρα που συνεργάτης ή συνεργάτες μου κάνουν κάτι παράνομο ή παράτυπο, ώστε να τους ειδοποιήσω έγκαιρα. 
[ιταλ. ουδ. ciglio = βλεφαρίδα, βλέφαρο].


Κρεμμυδαρού
Περιοχή της Δραπετσώνας, στην Ανατολική της πλευρά. 
Σήμερα λέγεται Λιμανάκι.
Γνωστή από τα περίφημα κέντρα της ( όπου έπαιξε η ξακουστή Τετράς του Πειραιά, αλλά και οι: Γ. Τσαούς, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστος, Περιστέρης, Κηρομύτης), αλλά και από τους τεκέδες της.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Πέντε μάγκες στον Περαία (1935).
Στ., μουσ. : Γ. Τσαούς
Ερμην : Αντ. Καλυβόπουλος.

"...Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Πειραιά, Κρεμμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στη σπηλιά την κουρελού..."


Κρεπάρω
Σκάω, έχοντας ξεπεράσει τα όρια της ψυχικής μου αντοχής, αισθάνομαι υπερβολική δυσφορία από εσωτερική πίεση, συντρίβομαι.
[<ιταλ. crepare].



Κρίσις
Πρόκειται για την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 – 1932.

Ακούγεται στο τραγούδι: "Η κρίσις" (1933)
Στ., μουσ., ερμην.: Ρούκουνας


ΠΗΓΗ http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=22575

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχετικα θεματα

Σχετικα θεματα